Αρχειοθήκη ιστολογίου


Στην ανάρτηση αυτή συγκεντρώσαμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο «Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος - Περίγραμμα μιας Κριτικής του Σύγχρονου Σχετικισμού» του Μ. Μπούκτσιν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ισνάφι».

Τα αποσπάσματα αυτά παρατίθενται αυτούσια, επιλεκτικά και κριτικά, στα πλαίσια του προβληματισμού γύρω από τις έννοιες της Ιστορίας, του Πολιτισμού και της Προόδου, όπως υποδηλώνει άλλωστε κι ο τίτλος του βιβλίου. Κινούνται σε πιο φιλοσοφικό επίπεδο σε σχέση με τα αποσπάσματα του «Άκου Μαρξιστή», και σε μεγάλο μέρος είναι, θα λέγαμε, αντίθετα και επικριτικά απέναντι σε κάποιες απόψεις και οπτικές του ζητήματος που έχουν αναρτηθεί (πρωτότυπα ή ως αναδημοσιεύσεις) στο παρόν ιστολόγιο, γι' αυτό κι έχει διπλή αξία η ανάγνωσή τους και ο προβληματισμός πάνω στα όσα λέγονται. Κάπως δευτερευούσης σημασίας ως προς το θέμα που εξετάζεται είναι οι διαφωνίες που έχουμε π.χ. αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ των ζώων, γι' αυτό και περιοριζόμαστε στην απλή αναφορά τους και όχι σε περαιτέρω σχολιασμό.

Το μήκος της ανάρτησης είναι σχετικά μεγάλο, καθώς κάποια από αυτά είναι εκτεταμένα. Κι αυτό γιατί γίνονται κατανοητά καλύτερα μέσω της πλήρους διατύπωσης των συγγραφέων, όσο είναι δυνατόν αυτό να επιτευχθεί αποσπασματικά εδώ και χωρίς την ανάγνωση ολόκληρων των κειμένων (η οποία συνίσταται σε κάθε περίπτωση).

Για την ανάγνωση, λοιπόν, των κείμενων που περιέχονται στο βιβλίο, «Η πραγματικότητα της μη-πραγματικότητας του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού» του Γ. Δαρεμά ως εισαγωγή και το κύριο «Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος - Περίγραμμα μιας Κριτικής του Σύγχρονου Σχετικισμού» του Μ. Μπούκτσιν, μπορεί να επισκεφτεί κανείς τον πολύ ενδιαφέροντα ιστότοπο της «Κίνησης για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό».


Η πραγματικότητα της μη-πραγματικότητας του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού 

Σελ. 18-19
Η καταπίεση είναι μια κοινωνική σχέση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων όπου η σύσταση της σχέσης αφαιρεί τη δυνατότητα από τους εξουσιαζόμενους να αυτο-προσδιορίζονται, δηλαδή να πράττουν ελεύθερα ενώ ταυτόχρονα τους υποβιβάζει σε αντικείμενο της βούλησης του άλλου, του εξουσιαστή, καθιστώντας τους πράγματα, πραγμοποιημένους δρώντες. Η κυρίαρχη ιδεολογία αλλοιώνει την πραγματική υφή της καταπίεσης μέσω της συμβολικής διαδικασίας της προσωποποίησης. Αυτό που πριν ήταν μια κοινωνική σχέση συστηματικού χαρακτήρα και ενταγμένη σε ένα θεσμικό πλαίσιο εμφανίζεται τώρα ως αποτέλεσμα των προσωπικών ιδιοτήτων του εξουσιαστή.

Έτσι απαλείφεται το πλέγμα ιστορικοκοινωνικών προσδιορισμών που παρήγαγαν την καταπιεστική σχέση με αναγκαστικό αιτιοκρατικό τρόπο και αντ' αυτού επέρχεται η ψυχολογικοποίηση της εξουσιαστικής λειτουργίας. Ο εξουσιαστής, ο ιεραρχικά ανώτερος ως εργοδότης, πολιτικός αρχηγέτης, εκκλησιαστικός άρχοντας, πατριάρχης-σύζυγος ή γονιός, ο πολιτισμικός αυθέντης (κάτοχος δογματικά παραδεδομένης αυθεντίας), «κατασκευάζεται» ως κυρίαρχο πρόσωπο από την προσωπική βουλή τού οποίου συναρτάται η παρουσία/απουσία τού καταπιεστικού φαινομένου. Από πλευράς λογικής διαπράττεται το μεθοδολογικό σφάλμα της υποστασιοποίησης. Η σχέση ως ουσία της καταπίεσης αποκρύπτεται αντικαθιστώμενη από το υποκείμενο/υπόσταση ως τον ενεργό παραγωγό της καταπιεστικής κατάστασης. Αυτός ο μετασχηματισμός επιφέρει δύο ιδεολογικές συνέπειες. Πρώτον, η καταπίεση εμφανίζεται να είναι προϊόν των προθέσεων τού καταπιεστή άρα η αντικειμενικότητα της καταπίεσης ανάγεται σε δίκη προθέσεων καλών ή κακών καταπιεστών. Δεύτερον και σημαντικότερο, η καταπίεση ως «προσωπικό ιδίωμα» γίνεται αντιληπτή ως ενδεχομενικότητα δηλαδή ότι υφίσταται τυχαία και συγκυριακά και ότι θα μπορούσε εξίσου τυχαιοκρατικά να μην υφίστατο ή να εξαλειφόταν. Κατά συνέπεια η πολιτική πρακτική που απορρέει από την προσωποποίηση των πάσης φύσεως καταπιεστικών σχέσεων οδηγείται αφενός στη καταγγελία του καταπιεστή ως ατόμου αφήνοντας στο απυρόβλητο τις δομικές σχέσεις που διαμορφώνουν τους όρους καταπίεσης και αφετέρου εξαντλούνται σε πολιτικές «διαπαιδαγώγησης» ή πειθούς των καταπιεστών προκειμένου να αλλάξουν. Η αναγωγή της καταπιεστικής δομής σε ατομική συμπεριφορά ενισχύει τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας καθώς εντάσσεται σε μία «αυτονόητα» ορθή υποκειμενική παράσταση του κόσμου που υπερπροβάλλει την ιδέα της δημιουργίας του κοινωνικού ως τυχαίας συνισταμένης ατομικών επιλογών δράσης και έτσι οδηγούμαστε στην επίφαση της εξαφάνισης της καταπίεσης αφού εναπόκειται στο κάθε δρώντα να απέχει από το να καταπιέζει ή να καταπιέζεται κατά το δοκούν.


Σελ. 22
Δεν εναπόκειται λοιπόν στο υποτιθέμενο πρωτείο της γλώσσας το κατά πόσον η υιοθέτηση ενός «έσχατου λεξιλογίου» σημασιοδοτεί την ύπαρξη ή όχι κυριαρχικών σχέσεων, ούτε εκκινούν οι ποικίλες ομιλιακές κοινότητες από μια ισότιμη βάση νοηματοδότησης των όρων ζωής τους όπως το συλλαμβάνει η φιλελεύθερη πλουραλιστική παράδοση αλλά έγκειται στην ανισότητα ισχύος, στον αποκλεισμό που επιβάλλει η ιδιοκτησιακή κατοχή και στις μορφές κοινωνικής σύγκρουσης κατά πόσον ο τρόπος που νοηματοδοτείται ο κόσμος των υποκειμένων και των αντικειμένων είναι αποτέλεσμα συλλογικής αυτονομίας ή ετερόνομου εξαναγκασμού. Πίσω από την κυριαρχία της γλώσσας κρύβεται η γλώσσα του κυρίαρχου.


Σελ. 31-32
Το αίτημα που προκύπτει από την θεώρηση αυτή είναι η οριστική και πλήρης κατάργηση, εξάλειψη του «κράτους». Από λογικής άποψης ένα τέτοιο αίτημα απαιτεί την εκπλήρωση δύο όρων. Πρώτο, μια λογικά συγκροτημένη θεωρία τού τι θα αντικαταστήσει το εκλίπον κράτος. Ειδάλλως η κατάργηση της κρατικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών είναι απλώς μια συνταγή για την έλευση του χάους ως όρο συγκρότησης του κοινωνικού ή για την «επιστροφή» σε μια Χομπσιανή ζούγκλα της κατάστασης-της-φύσεως. Δεύτερο, η κατάργηση του κράτους δεν μπορεί να συνιστά μια απλή μετονομασία (κατά την προσφιλή τακτική των μεταμοντέρνων ότι αν καταργήσουμε την λέξη παύει να υφίσταται και η συναρτημένη με αυτήν «πραγματικότητα»), δηλαδή να προτείνεται μια νέα πολιτική οργάνωση της κοινωνίας αλλά αυτή να μην ονομάζεται «κράτος», ενώ είναι κρατική μορφή, εξαιτίας των αρνητικών συμπαραδηλώσεων που είναι συνυφασμένες με το «κράτος».

Υπάρχει τεράστια λογική απόσταση μεταξύ της θέσης ενάντια σε κάθε μορφή κράτους tout court και της θέσης που απορρίπτει τις υπάρξασες μορφές κράτους υπέρ μιας νέας πολιτικής οργάνωσης, μιας νέας πολιτειακής μορφοδομής συλλογικά χειραφετημένων ανθρώπων που αυτοδιαχειρίζονται ολιστικά (λαμβάνοντας υπόψη τους τις συνέπειες της πράξης τους στις επερχόμενες γενεές καθώς και τις επιπτώσεις τους σε άλλες κοινωνίες) τον τρόπο σύνταξης του κοινωνικού είναι τους. Η θέση μου αυτή προσεγγίζει το πνεύμα του κοινωνιακού μορφώματος που ο Μπούκτσιν ασπάζεται ονομάζοντάς το «ελευθεριακό σοσιαλισμό».



Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος
Περίγραμμα μιας Κριτικής του Σύγχρονου Σχετικισμού

Σελ. 39
Ίσως η πιο προβληματική πτυχή του σχετικισμού είναι η ηθική αυθαιρεσία του. Ο ηθικός σχετικισμός του τετριμμένου ρητού: «Ό,τι είναι καλό για μένα είναι καλό για μένα και ό,τι είναι καλό για σένα είναι καλό για σένα», προφανώς δεν χρειάζεται αποσαφήνιση. Σ’ αυτούς τους εμφανώς απροσχημάτιστους καιρούς, ο σχετικισμός μάς έχει κληροδοτήσει μια σολιψιστική ηθική και σε κάποιες δεδομένες υποκουλτούρες μια πολιτική κυριολεκτικά στηριγμένη στο χάος. Αυτήν την περίοδο, η στροφή πολλών αναρχικών προς μια ιδιαζόντως προσωποπαγή, υποτιθέμενα «αυτόνομη» υποκουλτούρα σε βάρος της σοβαρής, υπεύθυνης κοινωνικής δέσμευσης και δράσης αντανακλά, κατά τη γνώμη μου, την τραγική παραίτηση από κάθε σοβαρή ενασχόληση με τις πολιτικές και επαναστατικές σφαίρες. Αυτό δεν είναι ένα ανεπίκαιρο πρόβλημα στις μέρες μας, όταν ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων δίχως γνώση Ιστορίας, εκλαμβάνουν τον καπιταλισμό ως ένα φυσικό, αιώνιο κοινωνικό σύστημα. Μια πολιτική ριζωμένη σε καθαρά σχετικιστικές προτιμήσεις, σε αξιώσεις προσωπικής «αυτονομίας» που κατά μεγάλο μέρος εκπηγάζουν από την «επιθυμία» του όποιου ατόμου, μπορεί να υποκύψει σ’ έναν χυδαίο και αυτοβολευόμενο οπορτουνισμό, ένας τύπος του οποίου η επικράτηση σήμερα εξηγεί πολλά κοινωνικά δεινά. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο καπιταλισμός διαμόρφωσε την πρωταρχική του ιδεολογία εξισώνοντας την ελευθερία με την προσωπική αυτονομία του ατόμου, την οποία κάποτε ο Ανατόλ Φρανς (Anatole France) χλευάζοντας περιέγραψε ως την «ελευθερία» όλων να κοιμούνται τη νύχτα κάτω απ’ την ίδια γέφυρα του Σηκουάνα. Η ατομικότητα είναι αδιαχώριστη από την κοινότητα και η αυτονομία δύσκολα αποκτά νόημα αν δεν είναι εδραιωμένη σε μια συνεργατική κοινότητα. Συγκρινόμενη με τις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, η σχετικιστική και περσοναλιστική «αυτονομία» δεν είναι παρά μια αδρομερής ψυχοθεραπεία διογκωμένη σε κοινωνική θεωρία.


Σελ. 44
...οι φυσικές επιστήμες, τους τρεις περασμένους αιώνες, συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις πιο χειραφετητικές ανθρώπινες απόπειρες στην ιστορία των ιδεών - εν μέρει εξαιτίας της επιδίωξης τους να ενοποιήσουν ή να παράσχουν θεμελιωτικές επεξηγήσεις της πραγματικότητας. Εντέλει, αυτό που πρέπει πάντα να μας ενδιαφέρει είναι το περιεχόμενο των αντικειμενικών αρχών, είτε στην επιστήμη είτε στην κοινωνική θεωρία είτε στην ηθική, και όχι μια επιπόλαιη καταδίκη των αξιώσεων τους για συνεκτικότητα και αντικειμενικότητα per se.


Σελ. 46-47
Αν αρνηθούμε πως η ανθρωπότητα έχει αυτές τις δυνατότητες για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία - νοούμενες ως ένα σύνολο - τότε, όπως πολλοί αυτοαποκαλούμενοι «σοσιαλιστές» κι ακόμα και πρώην αναρχικοί όπως ο Daniel Cohn-Bendit (Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ), μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πως «ο καπιταλισμός νίκησε», όπως το έθεσε ένας απογοητευμένος φίλος∙ πως η «ιστορία» έφτασε στο τέρμα της με την «αστική δημοκρατία» (όσο προσωρινό κι αν είναι στην πραγματικότητα αυτό το «τέρμα»)∙ και πως, αντί να προσπαθούμε να διευρύνουμε τον χώρο του ορθολογικού και του ελεύθερου, θα ήταν καλύτερο να βολευθούμε στην αγκαλιά του καπιταλισμού και να τον κάνουμε έναν όσο το δυνατόν πιο άνετο τόπο ανάπαυσης για μας.


Σελ. 47-48
Εδώ, οι ανθρώπινες ικανότητες και οι ανθρώπινες δυνατότητες πρέπει να διακριθούν μεταξύ τους. Η ανθρώπινη ικανότητα για πρόκληση βλάβης ανήκει στο βασίλειο της φυσικής ιστορίας, σ’ ό,τι οι άνθρωποι μοιράζονται με τα ζώα στον βιολογικό κόσμο ή στην «πρώτη φύση». Η πρώτη φύση είναι το πεδίο της επιβίωσης, των κύριων αισθημάτων του πόνου και του φόβου, και μ’ αυτήν την έννοια η συμπεριφορά μας παραμένει ζωώδης, κάτι που με κανέναν τρόπο δεν αλλάζει με την ανάδυση της κοινωνικής ή «δεύτερης φύσης». Τα μη νοήμονα ζώα απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν και να προσαρμοστούν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, στον κόσμο μέσα στον οποίο υπάρχουν. Αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι ζώα ενός πολύ εξαιρετικού είδους∙ είναι νοήμονα ζώα, έχουν την ευφυΐα να υπολογίζουν και να επινοούν, ακόμα και για την εξυπηρέτηση αναγκών που μοιράζονται με μη ανθρώπινες μορφές ζωής. Ο ανθρώπινος λόγος και η γνώση έχουν υπηρετήσει συνήθως στόχους αυτοσυντήρησης και αυτομεγιστοποίησης κάνοντας χρήση μιας τυπικής λογικής σκοπιμοτήτων, μιας λογικής που οι εξουσιαστές επιστράτευαν για κοινωνικό έλεγχο και τη χειραγώγηση της κοινωνίας. Αυτές οι μέθοδοι έχουν τις ρίζες τους στο ζωικό βασίλειο των απλών επιλογών «μέσων και σκοπών» για την επιβίωση.

Αλλά οι άνθρωποι έχουν επίσης την ικανότητα να προκαλούν σκόπιμα πόνο και φόβο, να χρησιμοποιούν τον λογισμό τους για διεστραμμένα πάθη, για να εξαναγκάζουν τους άλλους ή, απλά, για τη σκληρότητα ως αυτοσκοπό. Μόνο τα νοήμονα ζώα, κατά ειρωνικό τρόπο ζώα ικανά για διανοητικούς νεωτερισμούς, με τη Schadenfreude [τη χαιρεκακία/ την ευαρέσκεια τού να προξενείς ζημιά] μπορούν να απολαμβάνουν έμμεσα το μαρτύριο των άλλων, μπορούν να προκαλέσουν φόβο και πόνο μ’ έναν ψυχρά υπολογισμένο ή ακόμα και παθιασμένο τρόπο.


Σελ. 49
Η ανθρωπότητα μπορεί να έχει μια «δυνητικότητα προς το κακό», όπως έχει υποστηρίξει ένας συνάδελφος. Αλλά το ότι, κατά την πορεία της κοινωνικής ανάπτυξης, οι άνθρωποι επέδειξαν μια εκρηκτική ικανότητα να διαπράττουν τις πιο φρικαλέα κακόβουλες πράξεις, δεν σημαίνει πως η ανθρώπινη δυνητικότητα είναι συγκροτημένη ώστε να παράγει το κακό και μια μηδενιστική καταστροφικότητα.


Σελ. 54
Παρά τα ατυχήματα, τις αποτυχίες και τις άλλες εκτροπές που μπορούν να μεταβάλλουν την πορεία μιας ορθολογικής, κοινωνικής και ατομικής, ανάπτυξης, υπάρχει μια «κληρονομιά ελευθερίας», όπως ονόμασα ένα βασικό κεφάλαιο του βιβλίου μου The Ecology of Freedom [Η Οικολογία της Ελευθερίας], μια παράδοση αυξανόμενης προσέγγισης της ανθρωπότητας προς την ελευθερία και την αυτοσυνείδηση, στις ιδέες και τις ηθικές αξίες και στο συνολικό έδαφος της κοινωνικής ζωής. Πράγματι, η ύπαρξη της Ιστορίας ως μιας συνεκτικής εκτύλιξης πραγματικών χειραφετητικών δυνατοτήτων επαληθεύεται διαυγώς από την ύπαρξη του Πολιτισμού, με την ενσάρκωση και εν μέρει ενεργό πραγματοποίηση των δυνατοτήτων της Ιστορίας. Αυτή συνίσταται στις συγκεκριμένες προόδους, υλικές όσο και πολιτισμικές και ψυχολογικές, που έχει κάνει η ανθρωπότητα προς μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας, αυτοσυνείδησης και συνεργασίας, καθώς και στην ορθολογικότητα καθεαυτήν. Έχοντας υπερβεί τους περιορισμούς του συγγενικού δεσμού∙ πηγαίνοντας πέρα από την απλή συλλογή τροφής, στη γεωργία και τη βιομηχανία∙ αντικαθιστώντας τη νομαδική ομάδωση ή την τοπικιστική φυλή με την αυξανόμενα οικουμενική πόλη∙ επινοώντας τη γραφή, παράγοντας λογοτεχνία και αναπτύσσοντας πλουσιότερες μορφές έκφρασης που αναλφάβητοι λαοί δεν θα είχαν ποτέ φανταστεί - όλες αυτές και πολλές ακόμα πρόοδοι έχουν παράσχει τους όρους/συνθήκες για εξελισσόμενες, όλο και πιο εκλεπτυσμένες έννοιες ατομικότητας και διευρυνόμενες έννοιες λόγου που παραμένουν αξιοθαύμαστα επιτεύγματα μέχρι και σήμερα.


Σελ. 55
Πολύ εύκολα εκλαμβάνουμε αυτά τα επιτεύγματα ως δεδομένα, χωρίς να αναρωτιόμαστε τι είδους ανθρώπινα όντα θα ήμασταν αν δεν είχαν συμβεί ως αποτέλεσμα ιστορικών και πολιτισμικών κινημάτων πολύ πιο θεμελιακών από κάθε λογής ετεροειδείς παράγοντες. Αυτά τα επιτεύγματα, ας το διατρανώσουμε ξεκάθαρα, είναι Πολιτισμός, ένα πράγματι εκπολιτίζον συνεχές που εντούτοις είναι διαποτισμένο από τρομερά βάρβαρα, πραγματικά ζωώδη χαρακτηριστικά. Η διαδικασία εκπολιτισμού έχει υπάρξει αμφιρρεπής, όπως τόνισα στο έργο μου «Αμφισημίες της Ελευθερίας», αλλά έχει, παρόλα αυτά, μετατρέψει ιστορικά τον απλοϊκό λαό σε πολίτες, ενώ η διαδικασία περιβαλλοντικής προσαρμογής που οι άνθρωποι μοιράζονται με τα ζώα, έχει μετασχηματιστεί σε μια πολυκύμαντη, αποκλειστικά ανθρώπινη διαδικασία καινοτόμου επινοητικότητας απέναντι σε διακριτά αλλοιώσιμα περιβάλλοντα. Είναι μια διαδικασία που έφτασε στη μέγιστη καθολικότητα της πρωταρχικά στην Ευρώπη, έστω και αν πολλά άλλα μέρη του κόσμου συνέβαλλαν στο σχηματισμό αυτής της εμπειρίας. Όσοι από μας φοβόμαστε εύλογα πως το φράγμα μεταξύ του Πολιτισμού και του χάους είναι εύθραυστο, προϋποθέτουμε αδήριτα την ύπαρξη Πολιτισμού, όχι απλώς του χάους, και την ύπαρξη έλλογης συνεκτικότητας, όχι απλώς ανορθόλογης ασυνεκτικότητας.


Σελ. 56
Το περίφημο σύνθημα για ισότητα που ήγειραν οι Άγγλοι χωρικοί στην εξέγερσή τους το 1381 - «Όταν ο Αδάμ έσκαβε και η Εύα ύφαινε, τότε ποιος ήταν ο άρχοντας;» - έχει το ίδιο πλούσιο νόημα για τις σύγχρονες εξεγέρσεις μ’ αυτό που είχε έξι αιώνες πριν, σ’ έναν κόσμο που υποτιθέμενα είχε ένα πολύ διαφορετικό «φαντασιακό» απ’ το δικό μας. Η αποκήρυξη μιας ορθολογικής, καθολικής Ιστορίας, του Πολιτισμού, της Προόδου και της κοινωνικής συνέχειας, καθιστά κάθε κοινωνική προοπτική ανέφικτη και άρα κάθε επαναστατική πρακτική άνευ νοήματος, παρεκτός όταν γίνεται ζήτημα προσωπικού, και συχνά πολύ προσωπικού, γούστου.


Σελ. 58
Το να συμπεράνουμε πως το «τέλος της ιστορίας» έχει επέλθει με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό θα σήμαινε την εγκατάλειψη της ιστορικής κληρονομιάς αυτών των μεγαλειωδών προσπαθειών να δημιουργηθεί μια ελεύθερη κοινωνία - προσπάθειες που στοίχισαν αμέτρητες ζωές στις μεγάλες επαναστάσεις του παρελθόντος. Όσο με αφορά, σήμερα, εγώ και πιθανώς πολλοί επαναστάτες δεν θέλουμε να συμμετέχουμε σ’ ένα τέτοιο «τέλος της ιστορίας»∙ ούτε θέλω να ξεχάσω τα μεγάλα χειραφετητικά κινήματα για λαϊκή ελευθερία, σε όλη τους την πολυμορφία με την οποία εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων.


Σελ. 58-59
Η Ιστορία, ο Πολιτισμός και η Πρόοδος είναι τα διαλεκτικά ορθολογικά κοινωνικά προτάγματα που σχηματίζουν, ακόμα και με όλους τους παρεμποδισμούς που αντιμετωπίζουν, μια διαλεκτική παρακαταθήκη της ελευθερίας. Η ύπαρξη αυτής της κληρονομιάς ελευθερίας με κανέναν τρόπο δεν αρνείται την ύπαρξη μιας «παρακαταθήκης κυριαρχίας» που παραμένει μέσα στο βασίλειο του ανορθολογικού. Πράγματι, αυτές οι «παρακαταθήκες» συμφύρονται και προσδιορίζουν η μία την άλλη. Τα ανθρώπινα ιδανικά, οι αγώνες και τα ποικιλότροπα επιτεύγματα πλησιάσματος της ελευθερίας δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις σκληρότητες και βαρβαρότητες που σημάδεψαν την κοινωνική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια των αιώνων, συχνά δίνοντας ώθηση σε νέους κοινωνικούς σχηματισμούς, των οποίων η ανάπτυξη ήταν εξαιρετικά απρόβλεπτη. Αλλά μια κρίσιμη ιστορική προβληματική παραμένει, στο μέτρο που ο ορθός λόγος μπορεί να εικάσει μια δεδομένη ανάπτυξη: Είναι η ελευθερία ή η κυριαρχία που θα γονιμοποιηθεί;


Σελ. 63
Αν οι χυδαίοι μαρξιστές χρησιμοποίησαν την «επιστήμη» για να μεταστρέψουν την ηθική αξίωση πως «ο σοσιαλισμός είναι αναγκαίος» στον τελεολογικό ισχυρισμό πως «ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος», οι σημερινοί «μετα-μαρξιστές» κριτικοί επαναλαμβάνουν μια παρόμοια χυδαιότητα εγκωμιάζοντας καυστικά την ασυναρτησία στον χώρο της κοινωνικής θεωρίας. Ο ισχυρισμός για το αναπόφευκτο του σοσιαλισμού ήταν χοντροκομμένα ντετερμινιστικός∙ ο ισχυρισμός για την αναγκαιότητά του ήταν μια έλλογη και ηθική επεξήγηση.


Σελ. 64
Αν και η ευρύτερη αντικειμενικότητα που η διαλεκτική συλλογιστική συναγάγει δεν υπαγορεύει πως ο ορθός λόγος θα επικρατήσει, υπαινίσσεται πως θα όφειλε να επικρατήσει και εξ αυτού συγχωνεύει την ηθικότητα με την ανθρώπινη δραστηριότητα και δημιουργεί τη βάση για έναν αληθινά αντικειμενικό ηθικό σοσιαλισμό ή αναρχισμό. Ως τέτοια, η διαλεκτική δεν είναι απλώς μια οντολογική αιτιοκρατία∙ είναι επίσης μία ηθική - μια πτυχή της διαλεκτικής φιλοσοφίας που δεν τονίστηκε ποτέ επαρκώς. Ο διαλεκτικός λόγος επιτρέπει μια ηθική στην ιστορία προτάσσοντας την ορθολογική επιρροή «αυτού-που-όφειλε-να-είναι» ενάντια σε «αυτό-που-είναι».


Σελ. 67
...τον Νοέμβριο του 1944 στη Νέα Διεθνή του Max Schachtman κατά τη διάρκεια των πιο πικρών ημερών του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και έθετε το ερώτημα που πολλοί σκεπτόμενοι επαναστάτες εκείνης της μακρινής εποχής αντιμετώπιζαν: τι μορφές θα έπαιρνε ο καπιταλισμός εάν το προλεταριάτο αποτύγχανε να κάνει μια σοσιαλιστική επανάσταση μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο; Όπως υποδηλώνει ο τίτλος του κειμένου της IKD, δεν έβλεπαν όλοι οι μαρξιστές, και πιθανόν αρκετά λιγότεροι απ’ όσους νομίζουμε, τον σοσιαλισμό ως «αναπόφευκτο» ή δεν νόμιζαν πως θα υπήρχε αναγκαία ένα σοσιαλιστικό «τέλος της ιστορίας» μετά τον πόλεμο. Πράγματι, πολλοί τους οποίους γνώριζα ως διαφωνών τροτσκιστής πενήντα χρόνια πριν, ήταν πεπεισμένοι πως η βαρβαρότητα ήταν τόσο μεγάλος κίνδυνος για την ανθρωπότητα όσο ο σοσιαλισμός ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα της. Η επικείμενη έλευση της βαρβαρότητας που αντιμετωπίζουμε σήμερα μπορεί να διαφέρει στη μορφή απ’ ό,τι αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες μαρξιστές δυο γενιές πριν, αλλά δεν διαφέρει κατά το είδος. Το μέλλον του Πολιτισμού είναι ακόμα αμφίρροπο και η ίδια η μνήμη εναλλακτικών χειραφετητικών οραμάτων ενάντια στον καπιταλισμό ξεθωριάζει με κάθε επερχόμενη γενιά.


Σελ. 68-69
Διατυπωμένο άνευ περιστροφών: κανένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να ανθήσει αν οι θεωρητικοί του ουσιωδώς αρνούνται την «αρχή της ελπίδας» του Μπλοχ, την οποία τόσο πολύ χρειάζεται ένα κίνημα για μια εμπνευσμένη πίστη στο μέλλον∙ εάν αρνούνται την καθολική Ιστορία που επιβεβαιώνει τα σαρωτικά κοινά προβλήματα που πολιόρκησαν την ανθρωπότητα σ’ όλες τις εποχές∙ εάν αρνούνται τα διαμοιραζόμενα συμφέροντα που δίνουν σ’ ένα κίνημα τη βάση για μια κοινή πάλη ώστε να επιτευχθεί μια ορθολογική διευθέτηση των κοινωνικών υποθέσεων∙ εάν αρνούνται μια διαδικασιακή ορθολογικότητα και μια διευρυνόμενη ιδέα του Καλού βασισμένη σε κάτι υπέρτερο από τα προσωποκεντρικά (ή «διυποκειμενικά» και «συναινετικά») θεμέλια∙ εάν αρνούνται τις ισχυρές εκπολιτίζουσες διαστάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης (κατά ειρωνικό τρόπο, διαστάσεις που είναι στην πραγματικότητα πολύ χρήσιμες στους σύγχρονους μηδενιστές όταν ασκούν κριτική στις αποτυχίες της ανθρωπότητας)∙ και αν αρνούνται την ιστορική Πρόοδο. Κι όμως, στη σημερινή θεωρητικολογία, μια σειρά από συμβάντα αντικαθιστά την Ιστορία, ο πολιτισμικός σχετικισμός υποκαθιστά τον Πολιτισμό, και ένας θεμελιακός πεσιμισμός αναπληρώνει την πεποίθηση για τη δυνατότητα της Προόδου. Ακόμα πιο δυσοίωνα, η μυθοποιητική αντικαθιστά τον ορθό λόγο και η δυστοπία την προσδοκία έλευσης μιας ορθολογικής κοινωνίας. Αυτό που διακυβεύεται σ’ όλες αυτές τις μετατοπίσεις είναι μια διανοητική και πρακτική οπισθοδρόμηση τρομακτικών διαστάσεων - μια ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη σήμερα, που η θεωρητική σαφήνεια έχει καταστεί ανυπέρβλητη αναγκαιότητα. Αυτό που οι καιροί μας απαιτούν είναι μια κοινωνιο-ανάλυση που καλεί σ’ ένα επαναστατικό και τελικά λαϊκό κίνημα, όχι μια ψυχο-ανάλυση που εκφωνεί φαρισαϊκές διακηρύξεις αυτο-δικαίωσης για «ωραίες ψυχές», ιδεολογικά ενδεδυμένες με τον μανδύα της προσωπικής αρετής.


Σελ. 70
Δεν μπορούμε απλά να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη ελευθερία από τυφλές δυνάμεις που αποτυγχάνουμε να κατανοήσουμε, όπως υπαινίχθηκαν οι μαρξιστές, κι ακόμη λιγότερο από σκέτες προαιρέσεις που δεν έχουν έρεισμα σε τίποτα περισσότερο από ένα «φαντασιακό», από «ένστικτα» ή λιβιδικές «επιθυμίες».


Σελ. 70-71
...η φαντασία μπορεί να καταστεί τόσο δαιμονική, όσο απελευθερωτική μπορεί να είναι όταν υφίστανται τέτοια κριτήρια∙ εξ ου και η ανάγκη για διαπαιδαγωγημένη αυθορμησία - και μια στοχαζόμενη φαντασία. Τα ενθουσιώδη γεγονότα του Μάη- Ιούνη του 1968, με το σύνθημα «Η Φαντασία στην Εξουσία!», ακολουθήθηκαν μερικά χρόνια αργότερα από μια έκρηξη δημοτικότητας του μηδενιστικού μεταμοντερνισμού και μεταστρουκτουραλισμού στην ακαδημία, από μια ανούσια μεταφυσική της «επιθυμίας» και ένα απολίτικο κάλεσμα για «φαντασία» τροφοδοτούμενο από μια λαχτάρα για «αυτοπραγμάτωση».


Σελ. 71
Πρέπει να αναζητήσουμε ευρύτερες ερμηνείες του σοσιαλισμού απ’ αυτές που περιχαράκωσαν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη σε μια επιστήμη και έπνιξαν τα κινήματά του σε αυταρχικούς θεσμούς. Σε μια εποχή που ταλαντευόμαστε ανάμεσα στον Πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, οι σύγχρονοι απόστολοι της ανορθολογικότητας, σ’ όλες τις ποικίλες εκδοχές τους, είναι οι χθόνιοι δαίμονες ενός ερεβώδους κόσμου που ήρθαν στη ζωή, όχι για να αναλύσουν λογικά τα προβλήματα της ανθρωπότητας αλλά για να επιφέρουν μια αποκαρδιωτική αποκήρυξη του ρόλου της ορθολογικότητας στην Ιστορία και στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η ανησυχία μου σήμερα έγκειται, όχι στην απουσία επιστημονικών «εχέγγυων» πως μια ελευθεριακή σοσιαλιστική κοινωνία θα εμφανιστεί - αυτήν, στην ηλικία μου, δεν θα έχω ποτέ το προνόμιο να τη δω - αλλά στο εάν έστω θα αγωνιστούν κάποιοι γι’ αυτήν, σε μια περίοδο τόσο απελπιστική και παρηκμασμένη.

Κανένα σχόλιο