Μετάφραση: Ι.Π.
Δημοσιεύτηκε απ’ τις εκδόσεις ύπουλο χτύπημα
Κανένας δε θα έπρεπε να δουλεύει ποτέ.
Η δουλειά είναι η πηγή σχεδόν όλης της δυστυχίας του κόσμου. Σχεδόν όλα τα κακά πράγματα που αξίζουν ν΄ αναφερθούν προέρχονται από την εργασία ή από τη ζωή σ΄ ένα κόσμο σχεδιασμένο για εργασία. Για να σταματήσουμε να υποφέρουμε, πρέπει να σταματήσουμε να δουλεύουμε.
Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε πράγματα. Σημαίνει στην πραγματικότητα τη δημιουργία ενός νέου τρόπου ζωής στηριγμένου στο παιχνίδι. μ΄ άλλα λόγια, ένα φιλοπαίγμων γλέντι, κοινοβιακή ζωή και ίσως ακόμα και τέχνη. Υπάρχουν περισσότερα να παίξει κανείς από το παιδικό παιχνίδι, όση αξία και να ΄χει αυτό. Μιλώ για μια συλλογική περιπέτεια στη γενικευμένη χαρά και στην ελεύθερα αλληλεξαρτημένη πληθωρικότητα ιδεών και κεφιού. Το παιχνίδι δεν είναι παθητικό. Αναμφίβολα χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο χρόνο καθαρά για τεμπέλιασμα και κωλοβάρεμα απ΄ ότι απολαμβάνουμε τώρα, ανεξάρτητα από το εισόδημα ή το επάγγελμα, αλλά όταν ανακτούμε από την εξάντληση που προκαλείται από την εργασία όλοι μας σχεδόν θέλουμε να δράσουμε. Ο Ομπλομοβισμός και ο Στακανοβισμός είναι οι δυο πλευρές του ίδιου υποτιμημένου νομίσματος.
Η παιχνιδιάρικη ζωή είναι εντελώς ασύμβατη με την υπάρχουσα πραγματικότητα. Τόσο το χειρότερο για την “πραγματικότητα”, τη βαρυτική τρύπα που ρουφάει τη ζωτικότητα από τους λίγους στη ζωή που ακόμα τη ξεχωρίζουν από την καθαρή επιβίωση. Περιέργως -ή ίσως και όχι- όλες οι παλιές ιδεολογίες είναι συντηρητικές γιατί πιστεύουν στη δουλειά. Μερικές απ΄ αυτές όπως ο μαρξισμός και οι περισσότερες τάσεις του αναρχισμού, πιστεύουν στη δουλειά με μεγάλη υπερηφάνεια γιατί πιστεύουν σε τόσα λίγα άλλα πράγματα.
Οι Φιλελεύθεροι λένε ότι πρέπει να σταματήσουμε τις διακρίσεις στην εργασία. Εγώ λέω ότι θα έπρεπε να σταματήσουμε την εργασία. Οι συντηρητικοί υποστηρίζουν νόμους για το δικαίωμα στη δουλειά. Ακολουθώντας τον ιδιότροπο γαμπρό του Μαρξ Πωλ Λαφάργκ υποστηρίζω το δικαίωμα στην τεμπελιά. Οι αριστεριστές επικροτούν την πλήρη απασχόληση. Όπως οι σουρεαλιστές -μόνο που εγώ δεν αστειεύομαι-επικροτώ την πλήρη αεργία. Οι τροτσκιστές κινητοποιούνται για μόνιμη επανάσταση. Εγώ κινητοποιούμαι για μόνιμο γλέντι. Αλλά αν όλοι οι ιδεολόγοι υποστηρίζουν τη δουλειά (όπως και κάνουν) -και όχι μόνο γιατί σχεδιάζουν να αναγκάσουν άλλους ανθρώπους να κάνουν τη δική τους- είναι περιέργως απρόθυμοι να το πουν. Μιλάνε ατέλειωτα για ημερομίσθια, ώρες, συνθήκες εργασίας, εκμετάλλευση, παραγωγικότητα, κέρδος. Ευχαρίστως θα μιλήσουν για οτιδήποτε άλλο πέρα από τη δουλειά καθαυτή. Αυτοί οι ειδικοί που προσφέρονται να σκεφτούν για μας σπανίως μοιράζονται τα συμπεράσματά τους για τη δουλειά, παρόλη την εξέχουσα θέση που κατέχει στις ζωές όλων μας. Ανάμεσά τους ψιλολογούν τις λεπτομέρειες. Τα συνδικάτα και οι διοικήσεις συμφωνούν ότι πρέπει να πουλάμε το χρόνο των ζωών μας σ΄ αντάλλαγμα για την επιβίωση παρόλο που παζαρεύουν την τιμή. Οι μαρξιστές πιστεύουν ότι πρέπει οι εργοδότες μας να είναι γραφειοκράτες. Οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι οι εργοδότες πρέπει να ΄ναι επιχειρηματίες. Οι φεμινίστριες δεν ενδιαφέρονται για το τι μορφή παίρνει η εργοδοσία αρκεί οι εργοδότες να είναι γυναίκες. Είναι φανερό ότι αυτοί οι ιδεολογο-κάπηλοι έχουν σοβαρές διαφορές στο χωρισμό των λάφυρων της εξουσίας. Και είναι το ίδιο φανερό ότι κανένας τους δεν αντιτίθεται στην εξουσία σαν τέτοια και όλοι τους μας θέλουν να συνεχίσουμε να δουλεύουμε.
Μπορεί ν΄ αναρωτιέστε αν αστειεύομαι ή είμαι σοβαρός. Αστειεύομαι και είμαι και σοβαρός. Το να είσαι φιλοπαίγμων δε σημαίνει να είσαι φαιδρός. Το παιχνίδι δεν είναι απαραίτητα κάτι ελαφρύ, παρόλο που η ελαφρότητα δεν είναι ασημαντότητα: πολύ συχνά πρέπει να πάρουμε την ελαφρότητα στα σοβαρά. Θα ήθελα τη ζωή να είναι ένα παιχνίδι – αλλά ένα παιχνίδι με υψηλά κέρδη. Θέλω να παίζω για πάντα.
Η εναλλακτική λύση στη δουλειά δεν είναι απλά η αεργία. Το να είσαι φιλοπαίγμων δε σημαίνει να είσαι στα ναρκωτικά. Όση αξία και να δίνω στην ευχαρίστηση της αδράνειας, αυτή δε δίνει ποτέ τόση ικανοποίηση απ΄ όταν τονίζει άλλες ευχαριστήσεις και διασκεδάσεις. Ούτε προωθώ την καθορισμένη χρονικά βαλβίδα ασφαλείας που αποκαλείται αργία. κάθε άλλο. Η αργία είναι μη-δουλειά στο όνομα της δουλειάς. Η αργία είναι ο χρόνος που ξοδεύεται στην ανάρρωση από τη δουλειά και στην ξέφρενη αλλά απέλπιδη προσπάθεια να ξεχάσεις τη δουλειά. Πολλοί άνθρωποι γυρνάνε από τις διακοπές τόσο ηττημένοι που ανυπομονούν να ξαναρχίσουν δουλειά ώστε να ξεκουραστούν. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στη δουλειά και την αργία είναι ότι στη δουλειά τουλάχιστον πληρώνεσαι για την αποξένωση και απoχαύνωσή σου.
Δεν παίζω με τους ορισμούς των λέξεων. Όταν λέω ότι θέλω να καταργήσω τη δουλειά, εννοώ αυτό ακριβώς που λέω, αλλά θέλω να πω αυτό που εννοώ καθορίζοντας τους όρους μου με μη-ιδιόμορφους τρόπους. Ο ελάχιστος ορισμός που μπορώ να δώσω για τη δουλειά είναι καταναγκαστική εργασία, που σημαίνει, υποχρεωτική παραγωγή. Και τα δυο στοιχεία είναι ουσιώδη. Η δουλειά είναι παραγωγή επιβαλλόμενη από οικονομικά ή πολιτικά μέσα, από το καρότο ή το ρόπαλο. (Το καρότο είναι απλά το ρόπαλο από άλλα μέσα). Αλλά δεν είναι όλη η δημιουργία δουλειά. Η δουλειά ποτέ δε γίνεται για την ίδια τη δουλειά, γίνεται για κάποιο προϊόν ή αποτέλεσμα απ΄ το οποίο ο εργάτης (ή, πιο συχνά, κάποιος άλλος) επωφελείται. Αυτό είναι απαραίτητα η δουλειά. Το να την ορίζεις σημαίνει το να την περιφρονείς. Αλλά η δουλειά είναι συνήθως χειρότερη από τις βαθμίδες καθορισμού της. Η δυναμική της κυριαρχίας που εμπεριέχεται στη δουλειά τείνει με το πέρασμα του χρόνου, στην τελειοποίηση. Στις προηγμένες εργασιακές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων όλων των βιομηχανικών κοινωνιών, είτε καπιταλιστικών, είτε “κομμουνιστικών”, η δουλειά σ΄ όλες τις περιπτώσεις αποκτά άλλα χαρακτηριστικά που επιτείνουν την αποκρουστικότητά της.
Συνήθως -κι αυτό είναι περισσότερο αληθινό στις “κομμουνιστικές” απ΄ότι στις καπιταλιστικές χώρες, όπου το κράτος είναι σχεδόν ο μόνος εργοδότης και όλοι είναι υπάλληλοι- η δουλειά συνεπάγεται την υπαλληλία, δηλ. τη μισθωτή εργασία, που σημαίνει το να πουλάς τον εαυτό σου με δόσεις. Έτσι, το 95% των αμερικανών που δουλεύουν, δουλεύουν για κάποιον (ή κάτι ) άλλο. Στην Κούβα ή στην Κίνα ή σε οποιοδήποτε άλλο μοντέλο που μπορεί να επικαλεστεί κανείς, το σχετικό ποσοστό πλησιάζει το 100%. Μόνο οι μαχόμενες επάλξεις των χωρικών του τρίτου κόσμου -Μεξικού, Τουρκίας, Ινδίας, Βραζιλίας- δίνουν περιστασιακά καταφύγιο σε σημαντικές συγκεντρώσεις αγροτών που διαιωνίζουν τον παραδοσιακό διακανονισμό των περισσότερων εργατών τις τελευταίες χιλιετηρίδες, την πληρωμή φόρων (=λύτρα) στο κράτος ή του ενοικίου σε παρασιτικούς γαιοκτήμονες ως αντάλλαγμα για να τους αφήσουν ήσυχους. Ακόμα κι αυτή η σκληρή μεταχείριση αρχίζει να φαίνεται εντάξει. Όλοι οι βιομηχανικοί εργάτες και οι εργαζόμενοι σε γραφεία είναι υπάλληλοι και υπό το είδος της επίβλεψης που εξασφαλίζει τη δουλικότητα.
Αλλά η σύγχρονη δουλειά έχει χειρότερες συνέπειες. Οι άνθρωποι δε δουλεύουν απλά, έχουν “δουλειές”. Ένα άτομο είναι αναγκασμένο να κάνει μια παραγωγική εργασία όλη την ώρα, όντας αναγκασμένος να κάνει κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν η εργασία περιέχει ένα ποσοστό ενδογενούς ενδιαφέροντος (που όλο και περισσότερες δουλειές δεν έχουν), η μονοτονία της εξαναγκαστικής της αποκλειστικότητας την αποστραγγίζει από τις διασκεδαστικές της δυνατότητες. Μια “δουλειά” η οποία μπορεί να ενώσει τις ενέργειες μερικών ανθρώπων, για ένα λογικά καθορισμένο χρονικό διάστημα, για διασκέδαση, είναι απλά ένα βάρος σ΄ αυτούς που πρέπει να την κάνουν για 40 ώρες την εβδομάδα, χωρίς λόγο για το πως πρέπει να γίνεται, για το όφελος ιδιοκτητών που δε συνεισφέρουν τίποτε στο έργο, και χωρίς τη δυνατότητα του καταμερισμού εργασίας ή του διαμερισμού καθηκόντων ανάμεσα σ΄ αυτούς που στην πραγματικότητα πρέπει να την κάνουν. Αυτός είναι ο αληθινός κόσμος της εργασίας: ένας κόσμος γραφειοκρατικής ανικανότητας, ή σεξουαλικής παρενόχλησης και διακρίσεων, ή ηλιθίων αφεντικών που εκμεταλλεύονται και θυματοποιούν τους υφισταμένους τους οι οποίοι -με οποιοδήποτε λογικό / τεχνικό κριτήριο- θα έπρεπε να είναι οι πιο σημαντικοί. Αλλά ο καπιταλισμός στον αληθινό κόσμο καταπιέζει τη λογική μεγιστοποίηση της παραγωγής και του κέρδους για να επιτύχει τον οργανωτικό έλεγχο.
Αυτός ο υποβιβασμός που υφίστανται οι περισσότεροι εργαζόμενοι στη δουλειά τους, είναι το σύνολο των διάφορων εξευτελισμών που μπορούν να μετονομαστούν σε “πειθαρχία”. Ο Φουκώ περιέπλεξε αυτό το φαινόμενο, αλλά είναι αρκετά απλό. Η πειθαρχία συνίσταται στην ολοκληρωτικότητα των ολοκληρωτικών ελέγχων στη δουλειά -επίβλεψη, ρουτίνα, επιβαλλόμενος ρυθμός δουλειάς, ποσοστά παραγωγής, χτύπημα κάρτας κτλ Η πειθαρχία είναι το κοινό στοιχείο του εργοστασίου, του γραφείου και του μαγαζιού, με τη φυλακή, το σχολείο και το ψυχιατρικό άσυλο. Είναι κάτι ιστορικά μοναδικό και φρικτό. Ήταν πέρα από τις δυνατότητες τέτοιων διαβολικών δικτατόρων του παλιού καιρού, όπως ο Νέρων, Ο Τζέκινς Χαν και ο Ιβάν ο Τρομερός. Παρόλες τις κακές προθέσεις τους, απλά δεν είχαν το μηχανισμό για να ελέγξουν τους υπηκόους τους τόσο ολοκληρωτικά, όσο τους ελέγχουν οι σύγχρονοι δεσπότες. Η πειθαρχία είναι η καθαρά διαβολική σύγχρονη μέθοδος ελέγχου, είναι μια καινοτομική εισβολή στη ζωή μας που πρέπει να απαγορευθεί με την πρώτη ευκαιρία.
* * *
Αυτή είναι η “δουλειά”. Το παιχνίδι είναι εντελώς το αντίθετο. Το παιχνίδι είναι πάντα εθελοντικό. Κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν παιχνίδι, γίνεται δουλειά αν είναι αναγκαστικό. Αυτό είναι αξίωμα. Ο Bernie de Coven όρισε το παιχνίδι ως την ” αναστολή των συνεπειών”. Αυτό είναι απαράδεχτο αν υπονοεί ότι το παιχνίδι είναι ανακόλουθο. Το θέμα δεν είναι ότι το παιχνίδι είναι χωρίς συνέπειες. Κάτι τέτοιο έχει ως στόχο να υποβιβάσει το παιχνίδι. Το θέμα είναι ότι οι συνέπειες, αν υπάρχουν, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Το να παίζεις και το να δίνεις είναι στενά συνδεδεμένα, είναι οι μπηχεβιοριστικές και συναλλαγματικές όψεις του ίδιου ορμέμφυτου, του ένστικτου του παιχνιδιού. Μοιράζονται μια αριστοκρατική περιφρόνηση για τα αποτελέσματα. Ο παίχτης κερδίζει κάτι απ΄ το παιχνίδι. Ααυτός είναι ο λόγος που παίζει. Αλλά η κύρια ανταμοιβή είναι η εμπειρία της δραστηριότητας αυτής καθεαυτής (όποια και να ΄ναι αυτή). Κάποιοι κατά τ΄ άλλα επιμελείς μελετητές του παιχνιδιού, όπως ο Kohan Huizinga (“Homo Ludens”) το ορίζουν ως παίξιμο παιχνιδιού ή ακολούθηση κανόνων. Σέβομαι το εύρος γνώσεων του Huizinga αλλά απορρίπτω κατηγορηματικά τους περιορισμούς του. Υπάρχουν πολλά καλά παιχνίδια (σκάκι, μπέιζμπολ, Μονόπολη, μπριτζ), που καθορίζονται από κανόνες αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα να παίξει κανείς από τέτοια παιχνίδια. Συζητήσεις, σεξ, χορός, ταξίδια -αυτές οι δραστηριότητες δεν καθορίζονται από κανόνες αλλά σίγουρα είναι παιχνίδια. Και κάποιος μπορεί να παίξει με τους κανόνες τουλάχιστον τόσο ελεύθερα όσο και μ΄ οτιδήποτε άλλο.
Η εργασία παράγει μια καρικατούρα της ελευθερίας. Η επίσημη γραμμή είναι ότι όλοι έχουμε δικαιώματα και ζούμε σε δημοκρατία. Άλλοι δυστυχείς που δεν είναι ελεύθεροι όπως εμείς, ζούνε σε αστυνομικά κράτη. Αυτά τα θύματα είναι αναγκασμένα να υπακούουν κανόνες, όσο αυθαίρετοι και να είναι. Οι αρχές τους έχουν υπό συνεχή επιτήρηση. Οι κρατικοί γραφειοκράτες ελέγχουν ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής. Οι επίσημοι που τους εξουσιάζουν δε λογοδοτούν παρά σε ανώτερους, δημοσίως ή ιδιωτικά. Αλλιώς, η διαφωνία και η ανυπακοή τιμωρούνται. Χαφιέδες δίνουν αναφορά σε σταθερή βάση στις αρχές. Όλα αυτά υποτίθεται ότι είναι πολύ κακά.
Και έτσι είναι, παρόλο που δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια περιγραφή του σύγχρονου περιβάλλοντος εργασίας. Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί και οι ελευθεριακοί που κλαίγονται για τον ολοκληρωτισμό είναι υποκριτές και κάλπηδες. Υπάρχει πιο πολύ ελευθερία σ΄οποιοδήποτε μέση αποσταλινικοποιημένη δικτατορία απ΄ ότι υπάρχει στον κανονικό Αμερικάνικο εργασιακό χώρο. Βρίσκεις το ίδιο είδος ιεραρχίας και πειθαρχίας σε ένα γραφείο ή εργοστάσιο με μια φυλακή ή ένα μοναστήρι. Στην πραγματικότητα, όπως έδειξαν ο Φουκώ και άλλοι, οι φυλακές και τα εργοστάσια εμφανίζονται περίπου την ίδια χρονική περίοδο, και οι διευθυντές τους δανείζονταν συνειδητά ο ένας τις τεχνικές ελέγχου του άλλου. Ο εργάτης είναι σκλάβος για το διάστημα που δουλεύει. Το αφεντικό λέει πότε να εμφανιστεί, πότε να φύγει, και τι να κάνει στο ενδιάμεσο. Σου λέει πόση δουλειά να κάνεις και πόσο γρήγορα. Έχει το ελεύθερο να επεκτείνει τον έλεγχο σε εξευτελιστικές ακρότητες, κανονίζοντας κατά βούληση τα ρούχα που φοράς ή το πόσο συχνά πας στο μπάνιο. Με μερικές εξαιρέσεις, μπορεί να σε απολύσει για οποιοδήποτε λόγο, ή χωρίς καθόλου λόγο. Σε κατασκοπεύει με καταδότες και επόπτες, φτιάχνει ένα ντοσιέ για κάθε υπάλληλο. Το να αντιμιλάς θεωρείται “ανυπακοή”, σαν ο εργάτης να είναι ένα κακομαθημένο παιδί, και όχι μόνο απολύεσαι γι’ αυτό, αλλά δε σου δίνει και δικαίωμα για αποζημίωση. Χωρίς απαραίτητα να επιδοκιμάζεται, είναι άξιο αναφοράς ότι τα παιδιά στο σπίτι και στο σχολείο αντιμετωπίζουν παρόμοια συμπεριφορά, δικαιολογημένη από την υποτιθέμενη ανωριμότητά τους. Τι λέει αυτό για τους γονείς και τους δασκάλους τους που δουλεύουν;
Το υποτιμητικό σύστημα της κυριαρχίας που περιέγραψα κυριαρχεί πάνω στις μισές ώρες εγρήγορσης της πλειοψηφίας των γυναικών και της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανδρών για δεκαετίες, για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό δεν είναι πολύ παραπλανητικό να αποκαλέσουμε το σύστημά μας δημοκρατία ή καπιταλισμό ή – ακόμα καλύτερα- βιομηχανικισμό, αλλά τα πραγματικά του ονόματα είναι εργοστασιακός φασισμός και γραφειο-ολιγαρχία. Οποιοσδήποτε λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι ψεύδεται ή είναι ηλίθιος. Είσαι ότι κάνεις. Αν κάνεις βαρετή, ηλίθια μονότονη δουλειά, κατά πάσα πιθανότητα θα γίνεις βαρετός, ηλίθιος και μονότονος. Η δουλειά προσφέρει μια πολύ καλύτερη εξήγηση της έρπουσας κρετινοποίησης γύρω μας, ακόμα και από τόσο σημαντικούς αποβλακωτικούς μηχανισμούς όπως η τηλεόραση και η εκπαίδευση. Άνθρωποι που υποβάλλονται σε πειθαρχία όλη τους τη ζωή, παραδίδονται στη δουλειά μετά το σχολείο και ομαδοποιούνται από την οικογένεια στην αρχή και το γηροκομείο στο τέλος, έχουν συνηθίσει στην ιεραρχία και είναι ψυχολογικά σκλαβωμένοι. Η ικανότητά τους για αυτονομία έχει ατροφήσει τόσο που ο φόβος τους για την ελευθερία είναι ανάμεσα στις λίγες λογικά θεμελιωμένες φοβίες τους. Η πειθαρχημένη εκπαίδευσή της στη δουλειά μεταφέρεται στις οικογένειες που ξεκινούν, αναπαράγοντας έτσι το σύστημα με περισσότερους από ένα τρόπους, και στην πολιτική την κουλτούρα και σ΄οτιδήποτε άλλο. Όταν απομυζάς τη ζωτική δύναμη των ανθρώπων στη δουλειά, πιθανότατα θα υποταχθούν στην ιεραρχία και θα εξειδικευθούν σ΄ οτιδήποτε. Είναι συνηθισμένοι να το κάνουν.
Είμαστε τόσο κοντά στον κόσμο της δουλειάς που δε μπορούμε να δούμε τι μας κάνει. Πρέπει να στηριχτούμε σε εξωτερικούς παρατηρητές από άλλους καιρούς ή άλλες κουλτούρες για να εκτιμήσουμε την ακρότητα και την παθολογία της τωρινής μας θέσης. Υπήρχε μια εποχή στο παρελθόν μας όταν η “ηθική βάση της δουλειάς” θα ήταν ακατανόητη, και ίσως ο Weber να είχε βρει κάτι όταν συνέδεε την εμφάνισή της με μια θρησκεία, τον Καλβινισμό, ο οποίος αν αναδυόταν σήμερα αντί για πριν τέσσερις αιώνες θα ταίριαζε αμέσως σ΄ αυτό που κατηγοριοποιούμε ως cult. Αν θεωρήσουμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει, πρέπει απλά να στηριχτούμε στη σοφία της αρχαιότητας για να έχουμε μια σωστή άποψη της δουλειάς. Οι αρχαίοι είδαν τη δουλειά όπως ήταν, και η άποψή τους κυριάρχησε, παρά την Καλβινιστική παραφροσύνη, μέχρι να εκθρονιστεί από τη βιομηχανική επανάσταση – αλλά όχι πριν την επιδοκιμασία των προφητών της.
Ας προσποιηθούμε για μια στιγμή ότι η δουλειά δεν κάνει τους ανθρώπους γελοιοποιημένους υποτακτικούς. Ας προσποιηθούμε, αψηφώντας κάθε εύλογη αναφορά στην ψυχολογία και την ιδεολογία των υποστηρικτών της, ότι δεν έχει καμιά επίδραση στο σχηματισμό του χαρακτήρα. Και ας προσποιηθούμε ότι η δουλειά δεν είναι τόσο βαρετή και κουραστική και εξευτελιστική όπως όλοι ξέρουμε ότι είναι. Ακόμα και τότε, η δουλειά θα συνέχιζε να αποτελεί κοροϊδία όλων των ουμανιστικών και δημοκρατικών φιλοδοξιών, μόνο και μόνο γιατί σφετερίζεται ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του χρόνου μας. Ο Σωκράτης έλεγε ότι οι χειρωνακτικοί εργάτες ήταν κακοί σα φίλοι και σαν πολίτες γιατί δεν είχαν χρόνο να εκπληρώσουν τις υπευθυνότητές τους ως φίλοι και ως πολίτες. Είχε δίκιο. Εξαιτίας της δουλειάς, ότι και να κάνουμε, συνεχίζουμε να κοιτάμε τα ρολόγια μας. Το μόνο “ελεύθερο” πράγμα από τον αποκαλούμενο ελεύθερο χρόνο μας είναι ότι δεν κοστίζει τίποτε στο αφεντικό. Ο ελεύθερος χρόνος ως επί το πλείστον αφιερώνεται στην ετοιμασία για τη δουλειά, στο να πηγαίνεις στη δουλειά, να επιστρέφεις από τη δουλειά, και να αναρρώνεις από τη δουλειά. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ένας ευφημισμός για τον περίεργο τρόπο που η δουλειά ως παράγοντας παραγωγής όχι μόνο μεταφέρεται από και προς το χώρο της εργασίας με δικά της έξοδα, αλλά και θεωρεί και την πρωταρχική ευθύνη για τη διατήρηση και επισκευή της ως δεδομένη. Το κάρβουνο και το ατσάλι δεν κάνουν κάτι τέτοιο. Οι τόρνοι και οι γραφομηχανές δεν το κάνουν. Αλλά οι εργάτες το κάνουν. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Εdward G.Robinson σε μια από τις διάσημες γκανγκστερικές του ταινίες αποφάνθηκε, “Η δουλειά είναι για κορόιδα”.
Και ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας αποδίδουν στο Σωκράτη και προφανώς μοιράζονται μαζί του, τη γνώση των καταστρεπτικών συνεπειών της δουλειάς στον εργάτη ως πολίτη και ως ανθρώπινο ον. Ο Ηρόδοτος αναγνώριζε την περιφρόνηση για τη δουλειά ως ένα χαρακτηριστικό των κλασσικών ελλήνων στο ζενίθ του πολιτισμού τους. Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα από τη Ρώμη, ο Κικέρων έλεγε ότι “όποιος προσφέρει την εργασία του για λεφτά πουλά τον εαυτό του και τον τοποθετεί στις τάξεις των σκλάβων”. Η ειλικρίνειά του είναι πλέον σπάνια, αλλά κατά καιρούς πρωτόγονες κοινωνίες, τις οποίες έχουμε το συνήθειο να βλέπουμε υποτιμητικά, έχουν παράσχει εκπροσώπους που έχουν διαφωτίσει τους Δυτικούς ανθρωπολόγους. Οι Καπάκου του Δυτικού Ίριαν, σύμφωνα με τον Posposil, έχουν συλλάβει την ισορροπία στη ζωή και κατά συνέπεια δουλεύουν μόνο μέρα παρά μέρα, με την ημέρα της ανάπαυσης να είναι σχεδιασμένη ώστε να “ανακτήσεις τη χαμένη δύναμη και υγεία”. Οι προγονοί μας, ακόμα και μέχρι τον 18ο αιώνα όταν ήδη βρίσκονταν στο δρόμο για τη σημερινή μας κατάντια, τουλάχιστον ήξεραν αυτά που έχουμε ξεχάσει, τη σκοτεινή πλευρά της βιομηχανοποίησης. Η θρησκευτική τους αφοσίωση στην “Αγία Δευτέρα” – καθιερώνοντας έτσι ένα de facto πενθήμερο 150-200 χρόνια πριν τη νόμιμη χειροτόνησή του- έφερνε απελπισία στους πρώιμους ιδιοκτήτες εργοστασίων. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να υποταχθούν στην τυραννία του κουδουνιού, προκάτοχο του ρολογιού. Στην πραγματικότητα ήταν αναγκαίο για μια γενιά ή δυο, να αντικατασταθούν οι ενήλικοι άνδρες με γυναίκες που είχαν συνηθίσει στην υποταγή και παιδιά που μπορούσαν να καλουπωθούν στις βιομηχανικές ανάγκες. Ακόμα και οι εκμεταλλευόμενοι χωρικοί του ancien regime έκλεβαν σημαντικό χρόνο από τη δουλειά των γαιοκτημόνων τους. Σύμφωνα με το Λαφάργκ, το ένα τέταρτο του ημερολογίου των Γάλλων χωρικών ήταν αφιερωμένο σε Κυριακές και διακοπές, και τα νούμερα του Chayanov από χωριά στην Τσαρική Ρωσία -μια καθόλου προοδευτική κοινωνία- ομοίως δείχνουν το ένα τέταρτο ή ένα πέμπτο των ημερών των χωρικών αφιερωμένο στην ξεκούραση. Ελέγχοντας για την παραγωγικότητα, είμαστε φανερά πολύ πίσω απ΄ αυτές τις καθυστερημένες κοινωνίες. Οι εκμεταλλευόμενοι μουζίκοι θα αναρωτιόντουσαν γιατί δουλεύουμε. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουμε κι εμείς.
Για να κατανοήσουμε όλο το πελώριο μέγεθος της κατάπτωσής μας, όμως, ας θεωρήσουμε την πλέον πρώιμη κατάσταση της ανθρωπότητας, χωρίς κυβέρνηση ή ιδιοκτησία, όταν περιφερόμασταν ως τροφοσυλλέκτες. Ο Hobbes έκανε την εικασία ότι η ζωή τότε ήταν άσχημη, βίαιη και μικρή σε μέγεθος. Άλλοι συμπεραίνουν ότι η ζωή ήταν ένας απελπισμένος, αδιάκοπος αγώνας για την επιβίωση, ένας πόλεμος κηρυγμένος ενάντια σε μια Φύση σκληρή με το θάνατο και την καταστροφή να περιμένουν τους άτυχους ή τον οποιονδήποτε που δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει στην πρόκληση του αγώνα για ύπαρξη. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά ήταν μια προβολή φόβων για την κατάρρευση της εξουσίας της κυβέρνησης σε κοινότητες που δεν ήταν συνηθισμένες να υπάρξουν χωρίς αυτή, όπως η Αγγλία του Ηobbes στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι συμπατριώτες του Ηobbes είχαν ήδη αντιμετωπίσει εναλλακτικές μορφές κοινωνίας που εισήγαγαν άλλους τρόπους ζωής -στη Βόρεια Αμερική ιδιαίτερα- αλλά αυτές ήταν ήδη πολύ απόμακρες από την εμπειρία τους για να είναι κατανοητές. (Οι κατώτερες τάξεις, πιο κοντινές στην κατάσταση των Ινδιάνων, τις κατάλαβαν καλύτερα και συχνά τις βρήκαν ελκυστικές. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, εγγλέζοι άποικοι αυτομόλησαν σε ινδιάνικες φυλές ή, αιχμαλωτισμένοι στον πόλεμο, αρνήθηκαν να επιστρέψουν. Αλλά οι ινδιάνοι δεν αυτομολούσαν σε αποικίες λευκών σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους γερμανούς που σκαρφάλωναν το τείχος του Βερολίνου από τη δυτική του πλευρά.) Η εκδοχή της “επιβίωσης του ικανότερου” -η εκδοχή του Tomas Huxley- του δαρβινισμού ήταν καλύτερη ως περιγραφή των οικονομικών συνθηκών της Βικτοριανής Αγγλίας απ΄ ότι της φυσικής επιλογής, όπως έδειξε ο αναρχικός Κροπότκιν στο βιβλίο του “Αμοιβαία βοήθεια, ένας παράγοντας εξέλιξης”. (Ο Κροπότκιν ήταν επιστήμονας -γεωγράφος- που άθελά του είχε άφθονες ευκαιρίες για δουλειά στο αντικείμενό του όσο ήταν εξόριστος στη Σιβηρία: ήξερε για τι πράγμα μιλούσε). Όπως οι περισσότερες κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες, η ιστορία που ειπώθηκε από το Hobbes και τους διαδόχους του ήταν πραγματικά μια μη-αναγνωρισμένη αυτοβιογραφία.
Ο ανθρωπολόγος Marshal Sahlins, εξετάζοντας τα δεδομένα πάνω σε σύγχρονους τροφοσυλλέκτες, κατέρριψε το Χομπεσιανό μύθο σε ένα άρθρο με τίτλο “Η Αυθεντική Κοινωνία της Αφθονίας”. Δουλεύουν πολύ λιγότερο απ΄ ότι εμείς, και η δουλειά τους είναι δύσκολο να διακριθεί απ΄ ότι εμείς θεωρούμε ως παιχνίδι. Ο Sahlins έφτασε στο συμπέρασμα ότι “οι κυνηγοί και οι τροφοσυλλέκτες δουλεύουν λιγότερο απ΄ ότι εμείς. και η αναζήτηση της τροφής είναι περιοδική μάλλον παρά ένα αδιάκοπο ταξίδι, η ξεκούραση είναι άφθονη και υπάρχει ένα μεγαλύτερο ποσό ημερήσιου ύπνου κατά κεφαλήν ετησίως απ΄ ότι σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση της κοινωνίας”. Δούλευαν κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες την ημέρα, αν υποθέσουμε ότι “δούλευαν” καν. Η “εργασία” τους, όπως φαίνεται σ΄ εμάς, ήταν ειδικευμένη και εξασκούσε τις φυσικές και διανοητικές τους ικανότητες. Η μη-ειδικευμένη εργασία σε οποιαδήποτε μεγάλη κλίμακα, όπως λέει ο Sahlin, είναι αδύνατη οπουδήποτε αλλού πέρα από το βιομηχανικό καθεστώς. Έτσι ικανοποιούσε τον ορισμό του Friedrich Schiller για το παιχνίδι, τη μοναδική περίπτωση που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την πλήρη ανθρωπιά του παίζοντας ολοκληρωτικά και με τις δυο πλευρές της δίπτυχης φύσης του, σκεφτόμενος και συναισθανόμενος. Όπως το έθεσε: “Το ζώο δουλεύει όταν η κινητήρια δύναμη της δραστηριότητάς του είναι η στέρηση και παίζει όταν η πληρότητα της δύναμής του είναι αυτή η κινητήρια δύναμη, όταν η υπεράφθονη ζωή είναι το δικό του κίνητρο για δραστηριότητα”. (Μια σύγχρονη εκδοχή – αμφίβολα αναπτυξιακή- είναι η αντιδιαστολή των κινήτρων της “έλλειψης” και της “ανάπτυξης”, του Abraham Maslow). Το παιχνίδι και η ελευθερία είναι, σ΄ ότι αφορά την παραγωγή, αλληλοσυμπληρώμενα. Ακόμα και ο Μαρξ, που ανήκει (παρόλες τις καλές του προθέσεις) στο πάνθεον των παραγωγιστών, παρατήρησε ότι “το βασίλειο της ελευθερίας δεν ξεκινά πριν να περάσουμε το σημείο όπου απαιτείται εργασία υπό τον εξαναγκασμό της αναγκαιότητας και εξωγενούς χρησιμότητας”. Δεν κατάφερε ποτέ να ταυτιστεί με αυτή την ευτυχισμένη περίσταση ως αυτή καθ΄ αυτή, την κατάργηση της δουλειάς, -είναι μάλλον ανώμαλο, στο κάτω-κάτω, να είσαι υπέρ των εργατών και κατά της εργασίας – αλλά εμείς μπορούμε.
Η φιλοδοξία να πάμε πίσω ή μπροστά σε μια ζωή χωρίς εργασία είναι φανερή σε κάθε σοβαρή κοινωνική ή πολιτισμική ιστορία της προβιομηχανικής Ευρώπης, ανάμεσά τους το “Η Μετάβαση της Ευρώπης” του Μ.Dorothy George και το “Λαϊκή κουλτούρα στις Αρχές της Μοντέρνας Ευρώπης” του Peter Burke. Σχετικό είναι επίσης το δοκίμιο του Daniel Bell “Η Δουλειά και οι Δυστυχίες της”, το πρώτο κείμενο, πιστεύω, που αναφέρθηκε στην “επανάσταση ενάντια στη δουλειά” με τόσες πολλές λέξεις και, αν είχε γίνει κατανοητό, θ΄ αποτελούσε μια σημαντική διόρθωση στην αυταρέσκεια που σχετιζόταν αρχικά με τη συλλογή κειμένων απ΄ όπου επιλέχθηκε, “Το Τέλος της Ιδεολογίας”. Ούτε οι επικριτές ούτε οι υποστηρικτές του παρατήρησαν ότι η θέση του τέλους της ιδεολογίας του Bell δε σηματοδοτούσε το τέλος της κοινωνικής ανησυχίας αλλά την αρχή μιας νέας, μη-καταχωρημένης φάσης ανεμπόδιστης και μη-επηρεασμένης από την ιδεολογία. Ήταν ο Seymour Lipset (στον “Πολιτικό Άνδρα”), και όχι ο Bell, που ανακοίνωσε την ίδια χρονική περίοδο ότι “τα βασικά προβλήματα της Βιομηχανικής Επανάστασης έχουν λυθεί”, μόλις λίγα χρόνια πριν η μεταβιομηχανική δυσφορία των φοιτητών οδήγησε το Lipset από το Πανεπιστήμιο του Berkeley στη σχετική (και προσωρινή) ηρεμία του Harvard.
Όπως επισημαίνει ο Bell, ο Adam Smith στο “Πλούτο των Εθνών”, παρόλο τον ενθουσιασμό του για την αγορά και το διαχωρισμό εργασίας, είχε μεγαλύτερη επίγνωση (και ήταν και πιο ειλικρινής γι’ αυτή) της άσχημης πλευράς της δουλειάς απ΄ ότι ο Αyn Rand οι οικονομολόγοι του Σικάγου ή οποιοσδήποτε από τους σύγχρονους επιγόνους του. Όπως παρατήρησε ο Smith: “Η αντιληπτική ικανότητα του μεγαλύτερου μέρους των ανθρώπων μορφοποιείται απαραίτητα από την καθημερινή τους εργασία. Ο άνθρωπος του οποίου η ζωή αναλίσκεται στο να πραγματοποιεί λίγους απλούς χειρισμούς…δεν έχει καμία τύχη στο να διευρύνει την αντίληψή του…Γενικά γίνεται τόσο αμαθής και ηλίθιος όσο είναι δυνατό να γίνει ένα ανθρώπινο πλάσμα”. Εδώ, σε μερικές απέριττες λέξεις, βρίσκεται η κριτική μου για την εργασία. Ο Bell, γράφοντας το 1956, τη Χρυσή Εποχή της ηλιθιότητας του Αϊζενχάουερ και της Αμερικάνικης αυτο-ικανοποίησης, αναγνώρισε την ανοργάνωτη, μη-οργανώσιμη δυσφορία που υπάρχει από το 1970 και μετά, αυτή που αναγνωρίσθηκε στην έρευνα του HEW “Η δουλειά στην Αμερική”, αυτή που δε μπορεί να γίνει προϊόν εκμετάλλευσης και έτσι αγνοείται. Αυτό το πρόβλημα είναι η εξέγερση ενάντια στη δουλειά. Δεν εμφανίζεται σε κανένα κείμενο κάποιου οικονομολόγου του laissez-faire -Milton Friedman, Murray Rothbard, Richard Posner – γιατί, σύμφωνα μ΄ αυτούς, όπως έλεγαν στο Lost In Space, “it does not compute”.
Αν αυτά τα προβλήματα, ιδωμένα από την αγάπη για την ελευθερία, δεν καταφέρνουν να πείσουν τους ανθρωπιστές της ωφελιμιστικής ή ακόμα και πατερναλιστικής πλευράς, υπάρχουν άλλα που δε μπορούν να τα αγνοήσουν. Η δουλειά είναι επικίνδυνη για την υγεία σας, για να δανειστούμε ένα τίτλο βιβλίου. Στην πραγματικότητα η δουλειά είναι μαζική δολοφονία ή γενοκτονία. Άμεσα ή έμμεσα, η δουλειά θα σκοτώσει τους περισσότερους από τους ανθρώπους που διαβάζουν αυτές τις γραμμές. 14.000 με 25.000 εργάτες σκοτώνονται ετησίως εν ώρα εργασίας σ΄ αυτή τη χώρα (Ε.Π.Α.). Πάνω από 2 εκατομμύρια αποκτούν αναπηρίες. Είκοσι με εικοσιπέντε εκατομμύρια τραυματίζονται ετησίως. Και αυτοί οι αριθμοί βασίζονται σε μια πολύ συντηρητική εκτίμηση του τι αποτελεί ένα εργατικό ατύχημα. Έτσι δεν υπολογίζονται οι 500 χιλιάδες περιπτώσεις εργατικών ασθενειών, ετησίως. Κοίταξα ένα ιατρικό εγχειρίδιο εργατικών ασθενειών που ήταν 1200 σελίδες. Ακόμα και αυτό σπάνια βγαίνει στην επιφάνεια. Τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία καταμετρούν τις φανερές περιπτώσεις όπως οι 100.000 εργαζόμενοι σε ορυχεία που πάσχουν από προβλήματα με τους πνεύμονες, από τους οποίους 4.000 πεθαίνουν κάθε χρόνο, ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας απ΄ ότι αυτό του AIDS, για παράδειγμα, που λαμβάνει τόση πολύ δημοσιότητα από τα media. Αυτό αντανακλά τη μη-εκφρασμένη ανοιχτά υπόθεση ότι το AIDS βασανίζει τους διεφθαρμένους που θα μπορούσαν να ελέγξουν την αχρειότητά τους, ενώ η εξόρυξη άνθρακα είναι μια ιερή και απαραβίαστη δραστηριότητα πέραν αμφισβήτησης. Αυτό που οι στατιστικές δε δείχνουν είναι ότι η διάρκεια της ζωής δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων ελαττώνεται λόγω της δουλειάς – κάτι που στο κάτω-κάτω είναι ο ορισμός της λέξης ανθρωποκτονία. Σκεφτείτε τους γιατρούς που δουλεύουν μέχρι θανάτου στα 50 τους. Σκεφτείτε όλους τους άλλους εργασιομανείς.
Ακόμα κι αν δε σκοτωθείς ή σακατευτείς ενώ δουλεύεις, μπορεί κάλλιστα να το πάθεις ενώ πηγαίνεις στη δουλειά, επιστρέφεις από τη δουλειά, ψάχνοντας για δουλειά ή προσπαθώντας να ξεχάσεις τη δουλειά. Η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων των αυτοκινητόδρομων ή κάνουν μια απ΄ αυτές τις εξαναγκασμένες-από-τη-δουλειά δραστηριότητες ή πέφτουν θύματα αυτών που τις κάνουν. Σ΄ αυτή τη γιγάντια καταμέτρηση πτωμάτων πρέπει να προστεθούν τα θύματα της μόλυνσης εξαιτίας της βιομηχανίας και των αυτοκινήτων και του αλκοολισμού και εθισμού στα ναρκωτικά εξαιτίας της δουλειάς. Και ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες είναι σύγχρονες δυστυχίες που συνήθως οφείλονται, άμεσα ή έμμεσα, στη δουλειά.
Η δουλειά άρα, καθιερώνει την ανθρωποκτονία ως τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι κάτοικοι της Καμπότζης ήταν τρελαμένοι για να εξοντωθούν, αλλά μήπως εμείς είμαστε διαφορετικοί; Το καθεστώς του Pol Pot τουλάχιστον είχε ένα όραμα, αν και θολό, μιας κοινωνίας ισότητας. Εμείς σκοτώνουμε ανθρώπους με εξαψήφιο ρυθμό με σκοπό να πουλήσουμε Big Macs ή Cadillacs στους επιζώντες. Τα σαράντα ή πενήντα χιλιάδες θανάσιμα δυστυχήματα των αυτοκινητόδρομων ετησίως (ΣτΜ: για τις ΕΠΑ) είναι θύματα, όχι μάρτυρες. Πέθαναν για το τίποτα – ή μάλλον, πέθαναν για τη δουλειά. Αλλά η δουλειά δεν είναι τίποτα για να πεθάνει κανείς. Γιατί δε μπορώ να ‘ρθω στη δουλειά σήμερα: η σκέψη της δουλειάς με κράτησε ξύπνιο όλο το βράδυ. Άλλη μια καταραμένη κρίση πορδομανίας ενώ έτρωγα βραδινό, έσπασα το χέρι μου ξέχασα το στομαχικό μου διάλυμα στο θέατρο χθες βράδυ το χρυσόψαρό μου είχε την πρώτη του περίοδο… είναι η 174η επέτειος από την 20η σονάτα του Μπετόβεν
Άσχημα νέα για τους φιλελεύθερους: τα νομοθετικά μπαλώματα είναι άχρηστα σ΄ αυτό το πλαίσιο ζωής-και-θανάτου. Η Ομοσπονδιακή Διοίκηση για την Εργασιακή Ασφάλεια και Υγεία (OSHA) σχεδιάστηκε για να ελέγξει το πυρήνα του προβλήματος, την ασφάλεια στο μέρος της εργασίας. Ακόμα και πριν την καταπνίξουν ο Ρήγκαν και το ανώτατο δικαστήριο, η OSHA ήταν μια φάρσα. Με τα προηγούμενα και, με τα σημερινά δεδομένα γενναιόδωρα, επίπεδα χρηματοδότησης της εποχής του Carter, ένα εργασιακό μέρος θα μπορούσε να περιμένει μια τυχαία επίσκεψη ενός επιθεωρητή της OSHA μια φορά κάθε 46 χρόνια.
Ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας δεν αποτελεί λύση. Η δουλειά είναι, αν μη τι άλλο, πιο επικίνδυνη στις χώρες του κρατικού σοσιαλισμού απ΄ ότι είναι εδώ. Χιλιάδες ρώσων εργατών σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν κατασκευάζοντας τον υπόγειο της Μόσχας. Υπάρχουν ιστορίες που μιλάνε για συγκαλυμμένες πυρηνικές καταστροφές των Σοβιετικών που θα έκαναν το Τime Beach ή το Τhree Miles Island να μοιάζουν με ασκήσεις γυμνασίου για περίπτωση αεροπορικής επιδρομής. Απ΄ την άλλη μεριά, η αποδέσμευση από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, που είναι δημοφιλής τώρα, δε θα βοηθήσει και πιθανότατα θα έχει άσχημο αποτέλεσμα. Σ΄ ότι έχει να κάνει με την υγεία και την ασφάλεια, ανάμεσα σε άλλα, η δουλειά ήταν στη χειρότερη περίοδό της όταν η οικονομία προσέγγιζε περισσότερο το laissez-faire.
Ιστορικοί όπως ο Eugene Genovese υποστήριξαν με πειστικά επιχειρήματα ότι -όπως επέμεναν οι απολογητές της δουλείας- οι εργάτες των εργοστασίων στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη ήταν χειρότερα από τους σκλάβους στις φυτείες του νότου. Καμιά ανακατάταξη στις σχέσεις ανάμεσα στους γραφειοκράτες και τους επιχειρηματίες δε δείχνει να φέρνει καμιά διαφορά σ΄ ότι αφορά την παραγωγή. Ο σοβαρός εξαναγκασμός ακόμα και των ασαφών επιπέδων που επέβαλλε θεωρητικά η OSHA πιθανότατα θα ακινητοποιούσε την οικονομία. Οι εκτελεστές του νόμου προφανώς το εκτιμούν αυτό, αφού ούτε που προσπαθούν να πάρουν μέτρα ενάντια στους περισσότερους κακούργους.
Ό,τι έχω πει μέχρι τώρα οφείλει να μην είναι αμφιλεγόμενο. Πολλοί εργάτες έχουν σιχαθεί τη δουλειά. Υπάρχουν υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά απουσιών, αντικαταστάσεων, ληστειών και σαμποτάζ στους εργοδότες, απεργιών, και γενικής απροθυμίας για δουλειά. Μπορεί να υπάρχει κάποιο κίνημα προς την κατεύθυνση της συνειδητής και όχι απλά πηγαίας απόρριψης της δουλειάς. Και όμως το κυρίαρχο συναίσθημα, κοινό ανάμεσα στ΄ αφεντικά και τους πράκτορές τους και επίσης διαδεδομένο ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες, είναι ότι η δουλειά είναι αναπόφευκτη και απαραίτητη.
Διαφωνώ. Τώρα είναι δυνατό να καταργήσουμε τη δουλειά και να την αντικαταστήσουμε, στο σημείο που αυτή εξυπηρετεί χρήσιμους σκοπούς, με μια πλειάδα νέων ειδών ελεύθερης δραστηριότητας. Για να καταργήσουμε τη δουλειά απαιτείται να την πιάσουμε από δυο μεριές, ποσοτικά και ποιοτικά. Από τη μια πλευρά, την ποσοτική, πρέπει να γίνουν μαζικές περικοπές στην ποσότητα της δουλειάς που γίνεται. Σήμερα, η περισσότερη δουλειά είναι άχρηστη ή χειρότερα, και πρέπει απλά να απαλλαγούμε από αυτή. Από την άλλη -και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο ουσιώδες σημείο του θέματος και το επαναστατικά καινούργιο ξεκίνημα – πρέπει να πάρουμε ότι χρήσιμη δουλειά μένει και να τη μετατρέψουμε σε μια ευχάριστη ποικιλία ασχολιών που θα μοιάζουν με παιχνίδι ή τέχνη, μη ικανές να διακριθούν από άλλες ευχάριστες ασχολίες, εκτός από το ότι συμβαίνει να αποφέρουν χρήσιμα προϊόντα. Σίγουρα αυτό δε θα πρέπει να τις κάνει λιγότερο ελκυστικές. Τότε όλα τα τεχνητά φράγματα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας θα γκρεμιζόντουσαν. Η δημιουργία θα μπορούσε να γίνει ψυχαγωγία. Και θα μπορούσαμε όλοι να σταματήσουμε να φοβόμαστε ο ένας τον άλλο.
Δεν υποστηρίζω ότι το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς είναι ικανό να σωθεί με αυτό τον τρόπο. Αλλά τις περισσότερες δουλειές δεν αξίζει να προσπαθήσει να τις σώσει κανείς. Μόνο ένα μικρό και μειωνόμενο τμήμα της δουλειάς εξυπηρετεί κάποιο χρησιμότητα άλλη από την υπεράσπιση και την αναπαραγωγή του εργασιακού συστήματος και των πολιτικών και νομικών παραρτημάτων της. Πριν 20 χρόνια, οι Paul και Percival Goodman υπολόγισαν ότι μόνο το πέντε τοις εκατό της δουλειάς που γινόταν τότε – προφανώς αυτός ο αριθμός, αν είναι ακριβής, θα είναι χαμηλότερος τώρα- θα ικανοποιούσε το μίνιμουμ των αναγκών μας για ένδυση, στέγαση και σίτιση. Ήταν απλά μια καλοδιαβασμένη υπόθεση αλλά το κύριο σημείο είναι αρκετά καθαρό: άμεσα ή έμμεσα, η περισσότερη δουλειά εξυπηρετεί τους μη-παραγωγικούς σκοπούς του εμπορίου ή του κοινωνικού ελέγχου. Αμέσως-αμέσως μπορούμε να απελευθερώσουμε 10-δες εκατομμύρια πωλητών, στρατιωτών, μάνατζερ, μπάτσων, χρηματιστών, ιερωμένων, τραπεζιτών, δικηγόρων, καθηγητών, ιδιοκτητών γης, σεκιουριτάδων, διαφημιστών και όλων αυτών που δουλεύουν γι΄ αυτούς. Υπάρχει ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας, καθώς κάθε φορά που σχολάμε κάποιο μεγάλο κεφάλι απελευθερώνουμε και τους λακέδες του και όλους τους υφισταμένους του επίσης. Έτσι, η οικονομία καταρρέει.
Το σαράντα τοις εκατό του εργατικού δυναμικού εργάζεται σε μη-χειρωνακτικές δουλειές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι μερικές από τις πιο πληκτικές και ηλίθιες δουλειές που έχουν επινοηθεί ποτέ. Η δουλειά σε ολόκληρες βιομηχανίες, ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες και μεσιτικά γραφεία για παράδειγμα, δε συνίσταται σε τίποτε άλλο παρά σε άχρηστη μετάθεση χαρτιών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο “τριτογενής τομέας”, ο τομέας των υπηρεσιών, αναπτύσσεται, ενώ ο “δευτερογενής τομέας” (βιομηχανία) μένει στάσιμος και ο “πρωτογενή τομέας” (αγροκαλλιέργεια) σχεδόν εξαφανίζεται. Επειδή η δουλειά είναι άχρηστη εκτός για αυτούς των οποίων εξασφαλίζει την εξουσία, οι εργάτες μεταθέτονται από σχετικά χρήσιμες σε σχετικά άχρηστες ασχολίες, ως μέτρο για να διασφαλιστεί η δημόσια τάξη. Οτιδήποτε είναι καλύτερο από το τίποτε. Γι’ αυτό δε μπορείς να πας σπίτι σου επειδή τέλειωσες νωρίτερα. Θέλουν το χρόνο σου, αρκετό απ΄ αυτόν για να σε κάνουν δικό τους, ακόμα και αν ο περισσότερος δεν έχει καμιά χρησιμότητα για αυτούς. Αλλιώς γιατί η μέση εργάσιμη εβδομάδα δεν έχει μειωθεί περισσότερο από λίγα λεπτά τα τελευταία πενήντα χρόνια;
Έπειτα μπορούμε να τσεκουρώσουμε και την ίδια την παραγωγική δουλειά. Όχι άλλη πολεμική παραγωγή, πυρηνική ενέργεια, junk food, αποσμητικά για γυναίκες – και πάνω απ΄ όλα, όχι άλλη αυτοκινητιστική βιομηχανία. Κάποιο Stanley Steamer ή Model-T που και που θα μπορούσε να είναι εντάξει, αλλά για τον αυτοκινητο-ερωτισμό στον οποίο στηρίζονται καρκινώματα σαν το Los Angeles και το Detroit, ούτε κουβέντα. Ήδη, χωρίς καν προσπάθεια, ουσιαστικά λύσαμε την ενεργειακή κρίση, την περιβαλλοντική κρίση και βάλαμε σε τάξη άλλα άλυτα κοινωνικά προβλήματα.
Τέλος, πρέπει να καταργήσουμε τη μακράν μεγαλύτερη απασχόληση, αυτή με τις περισσότερες ώρες, τη χαμηλότερη πληρωμή και μερικές από τις πιο βαρετές εργασίες. Αναφέρομαι στις νοικοκυρές που ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. Καταργώντας τη μισθωτή εργασία και πετυχαίνοντας την πλήρη ανεργία, υπονομεύουμε το φυλετικό διαχωρισμό της εργασίας. Η “πυρηνική οικογένεια” όπως την ξέρουμε προσαρμόζεται αναπόφευκτα στο διαχωρισμό της εργασίας που επιβάλλεται από τη σύγχρονη μισθωτή εργασία. Είτε σας αρέσει είτε όχι, όπως έχουν τα πράγματα τους τελευταίους ένα με δύο αιώνες είναι οικονομικά λογικό για τον άνδρα να φέρνει σπίτι το μπέικον, για τη γυναίκα να κάνει όλες τις σκατοδουλειές για να του παρέχει ένα καταφύγιο σ΄ ένα σκληρό κόσμο, και για τα παιδιά να οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης νεολαίας που αποκαλούνται “σχολεία”, βασικά για να μη μπλέκονται στα πόδια της μητέρας τους αλλά και να παραμένουν ελέγξιμα, καθώς και για να αποκτήσουν ταυτόχρονα τις συνήθειες της υποταγής και της ακρίβειας που είναι τόσο απαραίτητες για τους εργάτες. Αν θέλετε ν΄ απαλλαχθούμε από την πατριαρχία, ας ξεφορτωθούμε την “πυρηνική οικογένεια” της οποίας η απλήρωτη “σκιώδης εργασία” όπως λέει ο Ivan Illich, καθιστά δυνατό το εργατικό σύστημα που την κάνει απαραίτητη. Συνυφασμένα μ΄ αυτή την αντιπυρηνική στρατηγική είναι η κατάργηση της παιδικής ηλικίας και το κλείσιμο των σχολείων. Υπάρχουν περισσότεροι σπουδαστές απ΄ ότι εργάτες σ΄ αυτή τη χώρα. Χρειαζόμαστε τα παιδιά ως δασκάλους όχι ως μαθητές. Έχουν πολλά να προσφέρουν στην παιχνιδιάρικη επανάσταση γιατί είναι καλύτερα στο να παίζουν απ΄ ότι οι ενήλικοι. Οι ενήλικοι και τα παιδιά δεν είναι ίδιοι αλλά θα γίνουν ίσοι μέσω της αλληλεξάρτησης. Μόνο το παιχνίδι μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα των γενεών.
Δεν έχω ακόμη αναφέρει καν τη δυνατότητα να περικόψουμε τη λίγη δουλειά που απομένει αυτοματικοποιόντας και κυβερνοποιόντας τη. Όλοι οι επιστήμονες και μηχανικοί και τεχνικοί, απελευθερωμένοι από το να απασχολούνται με την πολεμική έρευνα και τις προγραμματισμένα άχρηστες εφευρέσεις, θα διασκέδαζαν σχεδιάζοντας μέσα για να εξαλείψουν την κούραση, την ανία και τον κίνδυνο από δραστηριότητες όπως η εξόρυξη ορυκτών. Αναμφίβολα θα βρουν και άλλα σχέδια για να διασκεδάσουν. Ίσως να ξεκινήσουν ένα παγκόσμιο multi-media δίκτυο επικοινωνιών ή να ιδρύσουν διαστημικές αποικίες. Ίσως. Εγώ προσωπικά δεν έχω κανένα ψώνιο με τα τεχνολογικά μαραφέτια. Δε θα με ενδιέφερε να ζήσω σ΄ ένα παράδεισο από κουμπιά και μοχλούς. Δε θέλω ρομπότ-σκλάβους να κάνουν τα πάντα. θέλω να κάνω πράγματα μόνος μου. Υπάρχει, πιστεύω, χώρος για τεχνολογία που μειώνει τη δουλειά, αλλά είναι περιορισμένος. Τα ιστορικά και προϊστορικά αρχεία δεν είναι ενθαρρυντικά. Όταν η παραγωγική τεχνολογία πήγε από το κυνήγι-συλλογή τροφής στη γεωργία και μετά στη βιομηχανία, η δουλειά αυξήθηκε ενώ οι ικανότητες και η αυτοδιάθεση μειώθηκαν. Η περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας επέτεινε αυτό που ο Harry Braverman αποκάλεσε εξαθλίωση της δουλειάς. Έξυπνοι παρατηρητές είχαν πάντα γνώση αυτού του πράγματος. Ο John Stuart Mill έγραψε ότι όλες οι εφευρέσεις που είχαν ως στόχο τη μείωση δουλειάς δεν γλίτωσαν ούτε ένα λεπτό εργασίας. Ο Karl Marx έγραψε ότι “θα ήταν δυνατό να γράψει κανείς μια ιστορία των εφευρέσεων από το 1830 και μετά, με μόνο σκοπό την παροχή του κεφαλαίου με όπλα ενάντια στις εξεγέρσεις της εργατικής τάξης”. Οι ενθουσιώδεις τεχνό-φίλοι – Saint-Simon, Comte, Lenin, B.F.Skinner- ήταν πάντα απτόητοι εξουσιαστές επίσης. δηλαδή, τεχνοκράτες. Θα έπρεπε να είμαστε κάτι περισσότερο από σκεπτικιστές σ΄ ότι αφορά τις υποσχέσεις των μυστικιστών των υπολογιστών. Δουλεύουν σαν τα σκυλιά . κατά πάσα πιθανότητα, αν ακολουθούν το δρόμο τους, το ίδιο θα κάνουμε και εμείς οι υπόλοιποι. Αλλά αν έχουν κάποιες συγκεκριμενοποιημένες προσφορές πιο πρόθυμα υποταγμένες στους ανθρώπινους στόχους απ΄ ότι στην εξέλιξη της υψηλής τεχνολογίας, τότε ας τους ακούσουμε για μια φορά.
Αυτό που θέλω πραγματικά να δω είναι τη δουλειά να μετατρέπεται σε παιχνίδι. Ένα πρώτο βήμα είναι να απαρνηθούμε τις έννοιες της “εργασίας” και της “απασχόλησης”. Ακόμα και δραστηριότητες που ήδη έχουν κάποιο φιλοπαίγμων περιεχόμενο χάνουν το μεγαλύτερο μέρος του, υποβιβαζόμενες σε δουλειές τις οποίες είναι αναγκασμένοι να κάνουν κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι, και μόνο αυτοί, αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλο. Δεν είναι περίεργο ότι οι αγρότες μοχθούνε στα χωράφια ενώ οι αφέντες τους με τα air-condition τους πηγαίνουν σπίτι κάθε σαββατοκύριακο και ψευτοδουλεύουν στους κήπους τους; Σ΄ένα σύστημα μόνιμου γλεντιού, θα γίνουμε μάρτυρες της Χρυσής Εποχής των ερασιτεχνών που θα ντροπιάσουν την Αναγέννηση. Δε θα υπάρχουν άλλες δουλειές, απλά πράγματα για να γίνουν και άνθρωποι για να τα κάνουν.
Το μυστικό για να μετατραπεί η δουλειά σε παιχνίδι, όπως έδειξε ο Charles Fourier, είναι να ρυθμιστούν οι διάφορες δραστηριότητες έτσι ώστε να επωφελούνται απ΄ αυτό που διάφοροι άνθρωποι σε διάφορες χρονικές περιόδους διασκεδάζουν να κάνουν στην πραγματικότητα. Για να γίνει δυνατό για κάποιους ανθρώπους να κάνουν τα πράγματα που θα μπορούσαν να τους αρέσουν, θα είναι αρκετό απλά να εξαλειφθούν οι παραλογισμοί και οι διαστρεβλώσεις που τυραννούν αυτές τις δραστηριότητες όταν υποβιβάζονται σε δουλειά. Εγώ, για παράδειγμα, θα διασκέδαζα να διδάσκω (όχι για πολύ), αλλά δε θέλω εξαναγκασμένους μαθητές και δε μ΄ ενδιαφέρει να γλείψω παθητικούς σχολαστικούς ανθρώπους για τη σύμβαση.
Δεύτερον, υπάρχουν κάποια πράγματα που στους ανθρώπους αρέσει να κάνουν από καιρό σε καιρό, αλλά όχι για πολύ, και σίγουρα όχι συνεχώς. Μπορεί να διασκεδάσει κανείς το baby-sitting για λίγες ώρες με σκοπό να μοιραστεί τη συντροφιά παιδιών, αλλά όχι τόσο όσο οι γονείς τους. Οι γονείς τους παράλληλα, εκτιμούν βαθιά το χρόνο που τους απελευθερώνεται, παρόλο που θα γίνονταν νευρικοί αν χωριζόντουσαν από τους απογόνους τους για πολύ. Αυτές οι διαφορές ανάμεσα στα άτομα είναι που κάνουν δυνατή μια ζωή ελεύθερου παιχνιδιού. Η ίδια αρχή ισχύει σε πολλές άλλες περιοχές δραστηριότητας, ειδικά στις πρωτογενείς. Έτσι πολλοί άνθρωποι διασκεδάζουν να μαγειρεύουν όταν μπορούν να εξασκήσουν το μαγείρεμα ελεύθερα με χρόνο στη διάθεσή τους, αλλά όχι όταν απλά γεμίζουν με καύσιμα ανθρώπινα κορμιά για τις ανάγκες της δουλειάς.
Τρίτον -με το ίδιο να ισχύει και για άλλα πράγματα- μερικά πράγματα που δεν είναι ευχάριστα αν τα κάνει κανείς μόνος του ή σε δυσάρεστο περιβάλλον ή κάτω από τις διαταγές ενός επισταμένου, είναι ευχάριστα, τουλάχιστον για λίγο, αν αυτές οι συνθήκες αλλάξουν. Αυτό είναι πιθανότατα αλήθεια, ως ένα σημείο, για όλες τις δουλειές. Οι άνθρωποι ξεδιπλώνουν την κατά τ΄ άλλα σπαταλημένη ευφυΐα τους για να γελοιοποιήσουν τις λιγότερο ελκυστικές αγγαρο-δουλειές, όσο περισσότερο μπορούν. Δραστηριότητες που συγκινούν κάποιους ανθρώπους δεν συγκινούν πάντα και όλους τους υπόλοιπους, αλλά ο καθένας – δυνητικά τουλάχιστον – έχει μια ποικιλία ενδιαφερόντων και ένα ενδιαφέρων για την ποικιλία. Όπως λέει και το ρητό, “το κάθε τι μια φορά”.
* * *
Ο Fourrier ήταν αυθεντία στο να παρατηρεί το πως παράλογες και διεστραμμένες τάσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη μετα-πολιτισμένη κοινωνία, κάτι που αποκαλούσε Αρμονία. Σκεφτόταν ότι ο αυτοκράτορας Νέρων θα ήταν εντάξει αν ως παιδί μπορούσε να έχει ικανοποιήσει τα αιμοδιψή του γούστα δουλεύοντας σ΄ ένα σφαγείο. Μικρά παιδιά στα οποία αρέσει να κυλιούνται στη βρώμα θα μπορούσαν να οργανωθούν σε “Μικρές Ορδές” για να καθαρίζουν τις τουαλέτες και ν΄αδειάζουν τα σκουπίδια, με μετάλλια να απονέμονται σε όσα διακρίνονται. Αντικείμενό μου δεν είναι τα συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά η υποβόσκουσα αρχή, της οποίας η σημασία νομίζω ότι εκφράζεται πλήρως ως μια διάσταση μιας συνολικά επαναστατικής μεταμόρφωσης. Έχετε κατά νου ότι δεν πρέπει να πάρουμε τις σημερινές δουλειές ακριβώς ως έχουν σήμερα και να τις ταιριάξουμε με τους κατάλληλους ανθρώπους, μερικοί εκ των οποίων θα πρέπει να είναι πραγματικά διεστραμμένοι. Αν η τεχνολογία έχει κάποιο ρόλο σ΄ όλα αυτά είναι λιγότερο το να εξαφανίσει τη δουλειά αυτοματοποιώντας τη, απ΄ ότι το ν΄ ανοίξει νέους χώρους για δημιουργία/ ψυχαγωγία. Μπορεί να θέλουμε να επιστρέψουμε, σε κάποιο ποσοστό, στη χειροτεχνία, που ο William Μorris θεωρούσε ως μια πιθανή και επιθυμητή έκβαση της κομμουνιστικής επανάστασης. Η τέχνη θα απαλλοτριωνόταν από τους συλλέκτες και τους σνομπ, καταργούμενη ως ένας εξειδικευμένος τομέας που φροντίζει την τροφοδοσία ενός ελιτίστικου κοινού, και οι αρετές της ομορφιάς και δημιουργίας θα επέστρεφαν στην ολοκληρωτική ζωή από την οποία εκλάπησαν με τη δουλειά. Το γεγονός ότι οι ελληνικοί αμφορείς για τους οποίους γράφουμε ωδές και τους επιδεικνύουμε σε μουσεία χρησιμοποιόντουσαν στον καιρό τους για την αποθήκευση ελαιόλαδου, προκαλεί σοβαρές σκέψεις. Αμφιβάλλω αν τα τεχνουργήματα της καθημερινότητάς μας θα τα πάνε τόσο καλά στο μέλλον, αν υπάρξει τέτοιο. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει πρόοδος στον κόσμο της δουλειάς. Αν μη τι άλλο, υπάρχει ακριβώς το αντίθετο. Δε θα έπρεπε να διστάζουμε να κλέψουμε πράγματα από το παρελθόν για όλα αυτά που έχει να προσφέρει, οι αρχαίοι δε θα χάσουν τίποτε ενώ εμείς θα πλουτίσουμε.
Η επανεφεύρεση της καθημερινής ζωής σημαίνει την πορεία έξω από τα όρια των χαρτών μας. Υπάρχουν στ΄ αλήθεια περισσότερες υπαινισσόμενες υποθέσεις γι αυτό απ΄ ότι υποπτεύεται ο περισσότερος κόσμος. Πέρα από το Fourrier και το Morris – και ακόμα ένα υπαινιγμό, εδώ κι εκεί, στο Marx – υπάρχουν τα γραπτά του Kropotkin, οι συνδικαλιστές Petaud και
Pouget, αναρχοκομμουνιστές παλιοί (Berkman) και καινούργιοι (Bookchin). Οι αδερφοί του Goodman Communitas, είναι καλό παράδειγμα για να δει κανείς τι μορφές ακολουθούν δεδομένες λειτουργίες (στόχοι), και υπάρχει κάτι για να σταχυολογήσει κανείς από τους συχνά συγκεχυμένους αγγελιαφόρους της εναλλακτικής / οικειοποιημένης / ενδιάμεσης / γιορτινής τεχνολογίας, όπως ο Schumacher και ειδικά ο Ιllich, αν αποσυνδεθούν από την ομίχλη των μηχανών τους. Οι καταστασιακοί – όπως εκπροσωπούνται στην Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής του Vaneigem και στη Διεθνή Καταστασιακή Ανθολογία – είναι τόσο ανήλεα διαυγείς ώστε να προκαλούν ξέφρενη χαρά, ακόμα κι αν ποτέ δεν εναρμόνισαν την έγκριση του κανόνα των εργατικών συμβουλίων με την κατάργηση της δουλειάς. Καλύτερα όμως η δυσαρμονία τους, από οποιαδήποτε υπάρχουσα παραλλαγή αριστερισμού, του οποίου οι θιασώτες προσπαθούν να είναι οι τελευταίοι πρωταθλητές της δουλειάς, γιατί αν δεν υπήρχε καθόλου δουλειά, δε θα υπήρχαν και εργάτες, και χωρίς εργάτες, ποιους θα είχε η αριστερά για να οργανώνει;
Έτσι οι αμπολισιονιστές θα είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος μόνοι τους. Κανείς δε μπορεί να πει τι θα προκύψει από την αποδέσμευση της δημιουργικής ενέργειας που έχει αχρηστευθεί από τη δουλειά. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Το πληκτικό πρόβλημα των συζητητών της ελευθερίας ενάντια στην αναγκαιότητα, με τους θεολογικούς του απόηχους, λύνεται πρακτικά μόνο του όταν η παραγωγή χρήσης-αξιών συνυπάρχει με την κατανάλωση του γεμάτου γοητεία παιχνιδιού – δραστηριότητας.
Η ζωή θα γίνει ένα παιχνίδι, ή μάλλον πολλά παιχνίδια, αλλά όχι -όπως είναι τώρα- ένα παιχνίδι όλα ή τίποτα. Μια ιδανική σεξουαλική αναμέτρηση είναι ένα παράδειγμα παραγωγικού παιχνιδιού. Οι συμμετέχοντες λαμβάνουν υπόψη την ηδονή του άλλου, κανείς δεν κρατά το σκορ, και όλοι κερδίζουν. Όσα περισσότερα δίνεις, τόσα περισσότερα παίρνεις. Στη φιλοπαίγμονα ζωή, ότι καλύτερο έχει να δώσει το σεξ θα διαχυθεί στο καλύτερο μέρος της καθημερινής μας ζωής. Το γενικευμένο παιχνίδι οδηγεί στη λιμπιντοποίηση της ζωής. Το σεξ, με τη σειρά του, μπορεί να γίνει λιγότερο επείγον και απελπισμένο, περισσότερο παιχνιδιάρικο. Αν παίξουμε καλά τα χαρτιά μας, μπορούμε όλοι να πάρουμε από τη ζωή περισσότερα απ΄ ότι βάζουμε. αλλά μόνο αν παίζουμε για πάντα.
Κανείς δε θα έπρεπε ποτέ να δουλεύει. Εργάτες όλου του κόσμου … αράχτε!
Προτεινόμενα αναγνώσματα:
Το δικαίωμα στην τεμπελιά Paul Lafargue, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
Bolo bolo P.M., εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
Η επανάσταση της καθημερινής ζωής Raoul Vaneigem, εκδόσεις Ακμων.
Το άρθρο είναι επίσης διαθέσιμο στα
αγγλικά και στα
γερμανικά